Το μυθιστόρημα του Παρθενώνα: Σελάνα
ΙΙ Ένας ποιητής εκ των ων ουκ άνευ Το τέρας γύρω σου, ασπόνδυλο, ακέφαλο και ανεγκέφαλο, μούγκριζε από τον πόνο σαν να του ξερίζωναν τα μάτια που δεν είχε, όταν άκουσε πως η πριγκίπισσα κρεμάστηκε στον τάφο όπου την έκλεισαν ζωντανή, ο μνηστήρας της ξερίζωσε τα σπλάχνα του και η μητέρα του κατέσφαξε εαυτήν εις ένδειξιν συμπαραστάσεως, για να προσθέσει λίγη ακόμη γεύση δυστυχίας στο μαγειρείο της εξαθλίωσης που ετοίμασε ο σύζυγός της, πατέρας του αυτόχειρα γιου της και δικαστής της πριγκίπισσας υποψήφιας νύφης του, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Κρέων, ο τύραννος παντός καιρού. Στις κερκίδες, όσοι κάθονταν εντός του οπτικού πεδίου του Ηγέτη –ένας ήταν ο αδιαμφισβήτητος Ηγέτης της δη μοκρατίας–, παρατρεχάμενοι φιλοσοφούντες, αξιωματού χοι ή υποψήφιοι αξιωματούχοι, υπερέβαλλαν σε θρηνητικές εκφράσεις, μακρά φωνήεντα που παρέτειναν το επιφώνη μα όσο αντέχει η ανάσα. Πώς αλλιώς να δείξουν στον Ηγέτη τους την ευγνωμο σύνη τους; Η Αθήνα, επί των ημερών του, μόνον θαύματα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=