Το μυθιστόρημα του Παρθενώνα: Σελάνα
ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ 20 μα στο χρώμα της ελιάς, στήθος βαθύ, σιγά μη δεν το πρό σεχες, κάτι μικρές ρυτίδες στην άκρη των χειλιών. Ήθελες να χτυπήσεις τον εργολάβο εκεί που τον πονού σε, να τον εκδικηθείς για όσα βάσανα είχες τραβήξει απ’ την ημέρα που άνοιξε το εργοτάξιο; Για όλα τα «αυτό δεν γίνεται», τα «δεν μπορεί η βάση να είναι στραβή», τα «αν θες να χτίσεις πυραμίδα, να το πεις να ξέρω τι να κάνω», τα οποία, σε συνδυασμό με τους λογαριασμούς του μέχρι τελευταίας ρανίδος σε ανάγκαζαν να επιχειρηματολογείς, να απολογείσαι, να εξηγείς τα ανεξήγητα. Ανεξήγητα ακό μη και για σένα, Αρχιτέκτονα. Ήσουν τόσο βέβαιος ότι διευρύνοντας τον εσωτερικό χώρο, τα πτερά, τα αετώματα κι η οροφή θα άντεχαν να μην καταρρεύσουν; Ήσουν βέβαιος. Δεν το είχες δει που θενά με τα ίδια σου τα μάτια, όμως τα σχήματα που είχες χαράξει στο κερί, με την ακρίβεια της αναλογίας και των αριθμών, σου έφταναν. Παρ’ όλα αυτά, όταν σου έλεγε ότι «εδώ δεν μιλάμε για σχήματα. Μιλάμε για υλικά, για πεντελικό», έχανες τον ύπνο σου συνομιλώντας με τον εαυτό σου. Ήσουν βέβαιος ότι όταν μελετούσες την ελαφρά απόκλιση από την ευθεία γραμμή των κιόνων δεν θα πε τύχαινες την επιθυμητή απώλεια βάρους από τον όγκο του οικοδομήματος, αλλά αντιθέτως μια στραβοκάνικη εκδοχή της δωρικής αυστηρότητας; Ήσουν και δεν ήσουν βέβαιος. Το έβλεπες χωρίς να το έχεις δει.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=