Το μυθιστόρημα του Παρθενώνα: Σελάνα

ΣΕΛΑΝΑ 19 νύσου ως την αγορά –η κάθαρσις, όπως και όλα τα ευγε­ νή αισθήματα, παράγει θόρυβο στην Αθήνα–, ο Καλλικρά­ της συνέχισε να ροχαλίζει. Και με την άνεσή του. Μέσα σε τέτοιο τραγικό ενθουσιασμό κανείς δεν του έδινε σημασία. Σου χρειαζόταν ο Σοφοκλής για να σε αφήσει ήσυχο ο μεθύστακας. Μεθύστακας; Η ετυμηγορία της συζύγου του, της Αξιο­ θέας, ήταν απόλυτη. Ο Καλλικράτης επέστρεφε σπίτι μετά τη δύση, όταν τέλειωναν οι εργασίες στον ναό, έπινε ώσπου να βυθιστεί στον λήθαργο και τιναζόταν πριν την ανατολή σαν αυτόματο. Πότε προλάβαινε να χωνέψει ό,τι είχε πιει, πότε προλάβαινε να κοιμηθεί; Στο εργοτάξιο πήγαινε πέρα δώθε ο στραβοκάνης, τώρα όμως καθηλωμένος στην κερκί­ δα δεν μπορούσε να αντισταθεί στη νύστα του. Η Αξιοθέα ήταν η σύζυγός του. Κι εσύ ο εραστής της. Υπηρετούσατε αυτήν την Αφροδίτη που δεν ήταν ούτε πάν­ δημος ούτε ουρανία, η διάθεσή της πήγαινε σαν εκκρεμές πότε προς τη μία, πότε προς την άλλη, και παραπατούσε. Όθεν και ο χαρακτηρισμός της ως Λοξής. Δεν ήξερες τι πραγματικά ζητούσε από σένα, όπως δεν ήξερες τι ζητού­ σες από την Αξιοθέα ή τι ζητούσε η Αξιοθέα από σένα. Εσύ τη συνάντησες τυχαία. Έψαχνες τον Καλλικράτη για να διευθετήσετε μια από τις ατέλειωτες υποθέσεις σας, το αιώνιο κόστος των υλικών, ήσουν θυμωμένος, στην είσοδο όμως, αντί για τον στραβοκάνη, εμφανίστηκε εκείνη. Βλέμ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=