Το μόνο της ζωής τους ταξίδι

ΤΟ ΜΟΝΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΙ 17 Μαύρα μάτια μου φως μου, μαύρο ’ναι σαν την ελιά κι όποιος τα γλυκοφιλήσει Χάρο δεν φοβάται πια. Αβνταντάγκιν, ωπ! Σάλα, σάλα, μες στη σάλα τα μιλήσαμε να σε πάρω, να με πάρεις συμφωνήσαμε. Στα είκοσι τρία σου χαζεύεις με λαχτάρα τις νεαρές Τουρκάλες, τις Αρμένισσες και τις Ελληνίδες Μικρασιάτισσες, όπως και οι άλλοι, οι άγνωστοι, ανώνυμοι συνάδελφοί σου, όχι πολύ διαφορετικοί από εκείνους που αφηγούνται τον πολεμικό τους βίο στο δεύτερο Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη του Βαλτινού: «Ξυ- ρισμένες όλες. Αυτές, όταν παντρεύονται, το ’χουν δηλαδή σαν τιμή, πάνε στο χαμάμ και πλένονται και το ξυρίζουν. Βάνουν αλοιφές…Μουδανιά, Προύσα. Στην Προύσα έχει τα καλύτερα χαμάμ». Πέρασες από τα Μουδανιά, πέρασες και από την Προύσα. Και από το Εσκί Σεχίρ. Βρίσκομαι στο κατόπι σου, Νίκο, γυρεύοντας τα σβησμένα σου ίχνη μέσα στον χρόνο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=