Το μοναστήρι της Πάρμας

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΜΑΣ | 21 για να τους εκφοβίσω, αλλά πώς να τους έβαζα στη θέση τους χωρίς να τρομάξουν οι κυρίες; Πρέπει να πω ότι η μαρκησία για να πάρει κουράγιο, όπως μου εκμυστηρεύτηκε αργότερα εκατό φορές, είχε στείλει να φέρουν την κουνιάδα της, την Τζίνα ντελ Ντόγκο, η οποία ήταν εσωτερική σε μοναστήρι τον καιρό εκείνο – αυτή που, όπως ξέ­ ρετε, έγινε στη συνέχεια η χαριτόβρυτη κόμησσα Πιετρανέρα: την επο­ χή της ακμής της δεν είχε ταίρι στο κέφι και στην καλοσύνη, μα ούτε στο θάρρος και στην ψυχική γαλήνη σε αντίξοες στιγμές. »Η Τζίνα, που τότε πρέπει να ήταν δεκατριών χρονών, άλλο που έμοιαζε δεκαοχτάρα, αλέγρα και ανυπόκριτη, όπως την ξέρετε, τρό­ μαζε τόσο στην ιδέα πως θα σκάσει στα γέλια στη θέα της στολής μου, ώστε δεν τολμούσε να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Η μαρκησία, αντίθετα, με φιλοδωρούσε με σπασμωδικές αβρότητες ´ διέκρινε κα­ θαρά στα μάτια μου τα ίχνη της αδημονίας. Κοντολογίς, ήμουν μια γελοία φιγούρα που κατάπινε την καταφρόνια, πράγμα ανήκουστο για Γάλλο. Ξάφνου μου ήρθε ουρανοκατέβατη μια ιδέα. Ξεκίνησα να διηγούμαι στις κυρίες τα βάσανά μου και πόσα είχαμε υποφέρει δυο χρόνια τώρα στα βουνά της Γένοβας, όπου μας κρατούσαν χωρίς λόγο κάτι γεροπαραλυμένοι στρατηγοί. Κι εξηγούσα πως μας έδιναν μερικά ασινιάτα που δεν μπορούσες να τα εξαργυρώσεις πουθενά, και τρεις ουγκιές ψωμί τη μέρα. Δεν πέρασαν δύο λεπτά και τα μάτια της μαρ­ κησίας βούρκωσαν, ενώ η Τζίνα πήρε ύφος σοβαρό. »“Τι λέτε, κύριε υπολοχαγέ! Τρεις ουγκιές ψωμί!” σχολίασε εκείνη. »“Ακριβώς, δεσποινίς. Και να φανταστείτε ότι μας το μοίραζαν τέσ­ σερις φορές τη βδομάδα, κι όπως οι χωρικοί που μας φιλοξενούσαν ήταν σε ακόμα πιο δεινή κατάσταση, τους προσφέραμε και λίγο από το δικό μας ψωμί”. »Όταν σηκωθήκαμε από το τραπέζι, συνόδεψα τη μαρκησία μέχρι την πόρτα του σαλονιού προσφέροντάς της το μπράτσο μου. Ύστερα επέστρεψα άρον άρον και έδωσα στον υπηρέτη που σερβίρισε εκείνο το μοναδικό σκούδο των έξι φράγκων για το οποίο είχα κάνει τόσα όνειρα. »Οκτώ μέρες μετά» συνέχισε ο Ρομπέρ «όταν αντιλήφθηκαν όλοι ότι οι Γάλλοι δεν έπαιρναν το κεφάλι κανενός, ο μαρκήσιος Ντελ Ντό­ γκο επέστρεψε από τον πύργο του στην Γκριάντα, στη λίμνη του Κόμο,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=