Το μοναστήρι της Πάρμας
20 | ΣΤΑΝΤΑΛ τη γέφυρα του Λόντι, είχε αφαιρέσει από πεσόντα αυστριακό αξιωμα τικό ένα εξαιρετικό ολοκαίνουργιο παντελόνι νανκίν· κανένα ρούχο ποτέ δεν του έλαχε σε καλύτερη στιγμή: οι επωμίδες του βαθμού του ήταν από μαλλί και με τη φόδρα από τα μανίκια είχε μπαλώσει την κατακουρελιασμένη χλαίνη του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι σόλες των παπουτσιών του συγκρατούνταν με κομμάτια από καπέλα που είχαν περιμαζέψει από το πεδίο της μάχης, πέραν της γέφυρας του Λόντι. Οι πρόχειρες αυτές σόλες δένονταν στο πάνω μέρος του παπου τσιού με αδρούς σπάγγους, με αποτέλεσμα, όταν ο αρχιθαλαμηπόλος της μαρκησίας μπήκε στο δωμάτιο του υπολοχαγού Ρομπέρ μεταφέ ροντας πρόσκληση για δείπνο, ο τελευταίος να βυθιστεί σε θανάσιμη αμηχανία. Με την ορντινάντσα του πέρασαν τις δύο ώρες που μεσο λαβούσαν μέχρι το επίμαχο δείπνο προσπαθώντας να μπαλώσουν κάπως τη στολή και να βάψουν μαύρους με μελάνι τους σπάγγους των παπουτσιών. Εντέλει, έφτασε η μεγάλη στιγμή. «Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα πιο άσχημα» μου είπε ο υπολοχαγός Ρομπέρ. «Οι κυρίες τρόμαζαν στην ιδέα της παρουσίας μου, αλλά εγώ ήμουν πιο τρομαγμένος από αυτές. Περιεργαζόμουν τα παπούτσια μου και δεν ήξερα πώς να βαδίσω με χάρη. Η μαρκησία Ντελ Ντόγκο» πρόσθεσε «βρισκόταν τότε στο απόγειο της ομορφιάς της. Θα θυμάστε τα πανέμορφα μάτια της με την αγγελική λάμψη, και τα ωραία σκου ρόξανθα μαλλιά της, που κοσμούσαν το γοητευτικό μακρουλό πρόσω πό της. Έχω στο δωμάτιό μου μια Ηρωδιάδα του Ντα Βίντσι που θυμίζει πορτρέτο της. Ο Θεός το θέλησε και με συνεπήρε τόσο η αλλόκοσμη αυτή ομορφιά, ώστε λησμόνησα το ντύσιμό μου. Επί δύο έτη δεν αντί κριζα παρά μόνο την ασχήμια και την αθλιότητα στα βουνά της Γένο βας. Τόλμησα να της εκφράσω πόσο γοητευμένος ένιωθα. »Ωστόσο δεν ήμουν τόσο ανόητος ώστε να επιμείνω πολλή ώρα στις φιλοφρονήσεις μου. Καθώς σμίλευα τις φράσεις μου, παρατηρούσα στη μαρμάρινη τραπεζαρία μια ντουζίνα λακέδες και θαλαμηπόλους ντυμένους με ό,τι στα μάτια μου φάνταζε ο ορισμός της μεγαλοπρέπειας. Και να φανταστείτε ότι αυτοί οι κατεργάρηδες δεν φορούσαν μόνο καλά παπούτσια, μα και αργυρές πόρπες. Με την άκρη του ματιού έπιανα τα γελοία βλέμματά τους στυλωμένα πάνω στη στολή και ίσως στην υπόδησή μου, κι αυτό μου έσκιζε την καρδιά. Αρκούσε μια λέξη
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=