Το μοναστήρι της Πάρμας

18 | ΣΤΑΝΤΑΛ να αγαπά πραγματικά την πατρίδα και να επιζητά ηρωικές πράξεις. Όλοι είχαν βυθιστεί σε βαθύ σκοτάδι από τον μακροχρόνιο και μικρό­ ψυχο δεσποτισμό του Καρόλου Κουίντου και του Φιλίππου Β΄. Γκρέμι­ σαν τα αγάλματά τους και αίφνης πλημμύρισαν από φως. Μισό αιώνα τώρα, κι ενώ η Εγκυκλοπαίδεια και ο Βολταίρος συγκλόνιζαν τη Γαλ­ λία, οι μοναχοί διατράνωναν στον άδολο λαό του Μιλάνου πως ήταν άδικος κόπος να μάθεις να διαβάζεις. Αν έδινες τακτικά τον οβολό σου στον εφημέριο και του αράδιαζες με πάσα ειλικρίνεια και το παραμι­ κρό σου παράπτωμα, ήσουν περίπου βέβαιος πως εξασφάλιζες μια θέση στον Παράδεισο. Και για να ευνουχίσει εντελώς αυτό τον λαό, άλλοτε τόσο τρομερό και τόσο σκεπτόμενο, η Αυστρία τού έδινε το προνόμιο να εξαγοράζει σε τιμή ευκαιρίας τη θητεία των νέων του στον στρατό της. Το 1796, ο μιλανέζικος στρατός απαρτιζόταν από είκοσι τέσσερις ανεπρόκοπους όλους κι όλους, ντυμένους στα κόκκινα, που φρουρού­ σαν την πόλη σε συνεργασία με τέσσερα εξαιρετικά συντάγματα ούγ­ γρων γρεναδιέρων. Η ελευθεριότητα των ηθών ξεπερνούσε τα όρια, αλλά το πάθος σπάνιζε πολύ. Επίσης, εκτός από το ενοχλητικό καθήκον να δίνεις λογαριασμό στον πνευματικό σου, επί ποινή αφανισμού στον παρόντα αλλά και στον μέλλοντα κόσμο, οι καλοκάγαθοι Μιλανέζοι υποχρεώνονταν να τηρούν και άλλες μικρές δεσμεύσεις διόλου ανώ­ δυνες. Για παράδειγμα, ο αρχιδούκας, που με έδρα το Μιλάνο κυβερ­ νούσε εν ονόματι του εξαδέλφου του, του αυτοκράτορα, είχε τη φαεινή ιδέα να κάνει σιτεμπόριο. Ως αποτέλεσμα, απαγόρευε στους υπηκόους του να πουλούν το στάρι τους μέχρις ότου γεμίσουν οι αποθήκες της αυτού υψηλότητας. Τον Μάιο του 1796, τρεις μέρες μετά την είσοδο των Γάλλων, ένας νεαρός ζωγράφος μινιατουρίστας, ελαφρώς λοξός, ονόματι Γκρος, μεταγενέστερη διασημότητα, που είχε κουβαληθεί μαζί με τον στρατό, ακούγοντας να μιλούν στο μέγα καφενείο Σέρβι (στέκι της μόδας την εποχή εκείνη) για τα κατορθώματα του αρχιδούκα, που εκτός των άλλων ήταν πραγματικός γίγαντας, πήρε τον έντυπο κατάλογο με τα παγωτά. Στην ανάποδη αυτού του κιτρινισμένου παλιόχαρτου σκιτσά­ ρισε τον ευτραφή αξιωματούχο: ένας γάλλος φαντάρος τον κάρφωνε στην κοιλιά με την ξιφολόγχη του, μα αντί για αίμα ανάβλυζε μια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=