Το μήνυμα

T O Μ Η Ν Υ Μ Α 13 γευόταν το λιωμένο βούτυρο και τη μαρμελάδα, μια σκέψη που απλώς την έκανε να πεινάει ακόμα περισσότερο. Το κορίτσι έριχνε εναλλάξ το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο. «Θέλεις να περιμένω μαζί σου;» Καθώς το έλεγε αυτό δεν κοιτούσε τη Βάκα αλλά στο πλάι, προς το άδειο γήπεδο. «Μπορώ, αν θες». Η Βάκα δεν είχε έτοιμη απάντηση. Άραγε αυτό θα έκανε τα πράγματα καλύτερα ή χειρότερα; Είχε δύο επιλογές: ή να συνε­ χίσει να κάθεται και να κρυώνει ή να προσπαθήσει να βρει ένα κοινό πεδίο συζήτησης με αυτό το κορίτσι που δεν γνώριζε καν. Όμως, παρόλο που ήταν μόνο οκτώ χρονών, η Βάκα ήξερε ότι σε κάποιες ερωτήσεις υπήρχε μόνο μία σωστή απάντηση. «Ναι, σε παρακαλώ. Αν έχεις όρεξη». Όταν το κορίτσι γύρισε προς το μέρος της με ένα λαμπερό χαμόγελο, εκείνη πρόσθεσε: «Όμως θα πρέπει να φύγω αμέσως μόλις έρθει ο μπαμπάς να με πάρει». Το χαμόγελο εξαφανίστηκε και η άδεια έκφραση επέστρεψε. «Ναι, βεβαίως». Έχοντας στον νου της τα πειράγματα των αγοριών και πόσο μοναχική έδειχνε, η Βάκα προσπάθησε να επανορθώσει. «Μήπως θα μπορούσε να σε πάει και σένα σπίτι;» Τη στιγμή που το είπε, το είχε ήδη μετανιώσει · είχε ακούσει συχνά τους γονείς της να γκρινιάζουν για την τιμή του πετρελαίου. Δεν ήθελε να ζητήσει από τον πατέρα της να παρεκκλίνει για χιλιόμετρα από τη διαδρομή τους, ειδικά τώρα που είχαν μείνει με τόσα λίγα χρήματα μετά την αγορά του νέου τους διαμερίσματος. «Είναι μακριά το σπίτι σου;» «Όχι. Μένω εκεί πίσω». Το κορίτσι έδειξε προς το σχολείο, μιλώντας προφανώς για τη σειρά από πολυκατοικίες που η Βάκα είχε προσέξει όταν είχε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=