Το μήνυμα

Y R S A S I G U R D A R D O T T I R 12 «Α». Η Βάκα έπαιξε τα πόδια της στο έδαφος, μην ξέροντας τι να πει. Δεν ήταν ποτέ καλή στο να πιάνει φιλίες ή να μιλάει σε αγνώστους, και ήταν η πρώτη φορά που κάποιος είχε επιχειρήσει να τη βγάλει από το καβούκι της. «Ήθελα να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο». «Ίσως θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις αυτό που υπάρχει στο κατάστημα. Δεν είναι μακριά». Το κορίτσι έδειξε προς τον δρόμο. Φορούσε γάντια για να κρύψει το ακρωτηριασμένο της χέρι. Η Βάκα ξεροκατάπιε και απάντησε αμήχανα: «Δεν έχω καθό­ λου χρήματα». Υποτίθεται ότι τις Παρασκευές η μητέρα της της έδινε χαρτζι­ λίκι, αλλά πάντα το ξεχνούσε. Συνήθως αυτό δεν είχε σημασία αλλά υπήρχαν φορές, όπως τώρα, που ήταν μεγάλο βάσανο. Το ίδιο άσχημο όπως όταν ο μπαμπάς ξεχνούσε να περάσει να την πάρει. Οι μεγάλοι ήταν άχρηστοι στο να θυμούνται πράγματα. «Ω». Το κορίτσι έδειξε να λυπάται. «Ούτε εγώ». Άνοιξε το στόμα της κι έπειτα άλλαξε γνώμη και το έκλεισε ξανά. Σε αντίθεση με το πανωφόρι της Βάκα, το οποίο ήταν αρκε­ τά φαρδύ ώστε να το έχει και την επόμενη χρονιά, το άνορακ του κοριτσιού ήταν πάρα πολύ μικρό· τα μανίκια του ήταν κοντά και δεν μπορούσε ούτε καν να το κουμπώσει όπως έπρεπε. Επιπλέον δεν φορούσε σκουφί και τα μπερδεμένα της μαλλιά παράδερναν παρασυρμένα από τον αέρα. Παρά την ξηρή ατμόσφαιρα, φορούσε ένα ζευγάρι πλαστικά, ξεφτισμένα γάντια. Αντίθετα, τα πολύχρω­ μα πλεχτά γάντια της Βάκα φάνταζαν καθαρά και ολοκαίνουργια. «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα περιμένω». Η Βάκα δοκίμασε να χαμογελάσει, αλλά χωρίς επιτυχία. Ήταν δύσκολο να περιμένει έτσι, μέσα στην αβεβαιότητα. Κρύωνε και πεινούσε. Αν ο μπα­ μπάς της είχε έρθει τη σωστή ώρα, τώρα θα καθόταν στη νέα τους κουζίνα, απολαμβάνοντας μια φέτα φρυγανισμένο ψωμί. Θα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=