Το μήνυμα
T O Μ Η Ν Υ Μ Α 11 δεν συνέβη. Θα μπορούσε να καθίσει ξανά. Ήλπιζε ότι δεν θα ένιωθε τα σκαλιά τόσο παγωμένα όσο προηγουμένως. Όλες οι σκέψεις της για το κρύο εξανεμίστηκαν καθώς γύρισε. Στη βάση της σκάλας στεκόταν ένα κορίτσι που η Βάκα αναγνώ ρισε από τη νέα της τάξη. Δεν την είχε ακούσει να πλησιάζει. Ίσως ακροπατούσε, αν και η Βάκα δεν μπορούσε να φανταστεί γιατί. Δεν ήταν πιθανό να τη δαγκώσει ούτε ήταν εχθροί. Δεν γνωρίζο νταν καθόλου, αν και η Βάκα τη θυμόταν καθαρά. Ήταν αδύνατον να μην τη θυμηθεί. Της έλειπαν δύο δάχτυλα: το μικρό δάχτυλο και ο παράμεσος του ενός χεριού. Το κορίτσι είχε καθίσει μόνο στην πρώτη σειρά και έδειχνε πολύ ήσυχο. Στην αρχή η Βάκα είχε σκεφτεί ότι μπορεί να ήταν και για εκείνη η πρώτη μέρα σε αυτό το σχολείο, αλλά η δασκάλα δεν την είχε συστήσει στην υπόλοιπη τάξη όπως είχε κάνει με τη Βάκα, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Την ώρα που επιτρεπόταν στους μαθητές να μιλούν μεταξύ τους μέσα στην τάξη, το κορίτσι δεν έλεγε λέξη. Στα διαλείμματα είχε καθίσει στο πλάι του προαυ λίου, κοιτάζοντας το κενό, όπως η Βάκα στα σκαλοπάτια της τώρα. Η έκφρασή της είχε παραμείνει κενή ακόμα και όταν τα δυο αγόρια άρχισαν να τραγουδούν ένα νανούρισμα που η Βάκα θυμήθηκε τη γιαγιά της να τραγουδάει: «Μικρό δαχτυλάκι, μικρό δαχτυλάκι, πού είσαι; Παράμεσε, παράμεσε, πάει, χάθηκες». Η Βάκα σκέφτηκε ότι αυτό ήταν απίστευτα κακό, αλλά κανένα από τα υπόλοιπα παιδιά δεν έδωσε σημασία. Στο τέλος είχε κοιτάξει αλλού, μην τολμώντας να παρέμβει. Στο κάτω κάτω, ήταν και νούργια στο σχολείο. «Είναι κλειδωμένη». Το κορίτσι χαμογέλασε ντροπαλά και το χαμόγελό της εξαφανίστηκε όσο γρήγορα είχε φανεί –ίσως ήταν μόνο ένα παιχνίδισμα του φωτός–, αλλά η Βάκα έμεινε με την εντύπωση ενός όμορφου προσώπου. «Πάντα κλειδώνουν όταν τελειώνει η σχολική ημέρα».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=