Το μήνυμα

Πρόλογος T o κτίριο του σχολείου έριχνε την κρύα σκιά του στο άδειο προαύλιο. Πίσω του, ο ήλιος έλαμπε. Καθώς έμπαιναν στη σκιά, οι λίγοι περαστικοί τύλιγαν πιο σφιχτά γύρω τους τα πα­ νωφόρια τους και τάχυναν το βήμα τους μέχρι να ξαναβγούν στο ζεστό φως του ήλιου. Εκεί πέρα η μέρα ήταν ασάλευτη, αλλά εδώ στους χώρους του σχολείου φυσούσε ένας παγερός αέρας που έκανε τις κούνιες στη γωνία να σκιρτούν λες και ήταν ζωντανές. Να κουνιούνται αργά μπρος πίσω λες και πάνω τους κάθονταν αόρατα παιδιά. Παιδιά βαριεστημένα, σαν τη Βάκα. Όμως χειρό­ τερο κι από τη βαρεμάρα ήταν το κρύο. Έκανε τα μάγουλά της να τσούζουν και τα δάχτυλά της να πονάνε. Κάθε εκατοστό της είχε παγώσει. Το γεγονός ότι καθόταν στα πέτρινα σκαλοπάτια έκανε απλώς τα πράγματα χειρότερα, επειδή το καινούργιο της φουσκωτό τζάκετ δεν ήταν αρκετά μακρύ για να καλύψει τον ποπό της. Ευχόταν να είχε ακούσει τη μητέρα της και να είχε διαλέξει το μακρύτερο, αλλά ήταν διαθέσιμο μόνο σε σκούρο μπλε: αυτό που έφτανε μέχρι τη μέση ήταν κόκκινο. Η Βάκα έριξε το σχολικό σακίδιό της στην πλάτη της και ανα­ ρωτήθηκε αν θα έπρεπε να βγει στη λιακάδα. Έτσι τουλάχιστον θα ήταν ζεστή όσο περίμενε – αν και θα συνέχιζε να νιώθει μονα­ ξιά, βεβαίως, όπως και βαρεμάρα που δεν είχε κάτι να κοιτάξει. Όμως η σκιά που έριχνε το σχολείο απλωνόταν μέχρι τόσο μακριά που, αν έβγαινε από το σκοτάδι της, φοβόταν ότι ο πατέρας της

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=