Το μέλι το θαλασσινό

37 Τ Ο Μ Ε Λ Ι Τ Ο Θ Α Λ Α Σ Σ Ι Ν Ο μες στο σπίτι με τα λεμονόδεντρα, αλλά πιο φτωχή και από την πιο φτωχιά γυναίκα του χωριού στην αγάπη. Ο παππούς και η γιαγιά κάνανε δυο παιδιά. Δεν άκουσα ποτέ για αυτούς να λένε για «χωράφια» και τέτοια. Μάλλον επειδή η γιαγιά ήταν από νησί και πιο πολύ με τη θάλασσα είχε να κάνει…Πρώτος γεννήθηκε ο μπαμπάς μου και μετά η θεία μου η Ελευθερία. Και, όπως λέει η γιαγιά, τα παιδιά της τα μοσχανάθρεψε. Τι πλάκα! Και τι αστεία λέξη! Δηλαδή τι; Τα έκανε μοσχάρια; Στον μοσχαναθρεμμένο μπαμπά μου η γιαγιά έχει ιδιαίτερη αδυ- ναμία. Καμαρώνει πολύ γι’ αυτόν και λέει πως είναι σε όλα πρώτος και καλύτερος. Δεν λέει «ο Βασίλης» ή «ο γιος μου», λέει πάντα «ο Βασίλης μουουουου» ή «ο γιος μουουου». Μάλλον εδώ θα κολλάει το μοσχανάθρεμμα… Όταν η γιαγιά μας έρχεται στην πόλη να μας επισκεφτεί, θέλει συνέχεια να είναι μαζί με τον μπαμπά. Του ζητά να την πάει αυτός στην αγορά, αυτός στους γιατρούς, αυτός στους διάφορους συγγε- νείς. Και εκείνος βέβαια δεν της χαλάει το χατίρι. Όταν είμαστε στο χωριό πάλι, δεν χάνει ευκαιρία για να είναι κοντά του. Στο τραπέζι κάθεται δίπλα του, στον καναπέ κάθεται δίπλα του, στη βεράντα στέκεται κοντά του. Και, επειδή η γιαγιά δεν πηγαίνει πουθενά αλλού εκτός από την εκκλησία και αφού εκεί δεν τη συνο- δεύει κανείς, ούτε ο παππούς, αλλά ούτε και η Τετερία, όταν είμα- στε εμείς στο χωριό, ψοφάει να τη συνοδεύει και στην εκκλησία ο μπαμπάς. Πράγμα που τον αγανακτεί, αλλά προσπαθεί να μην το δείξει, αποφεύγοντάς το όσο γίνεται περισσότερο. Όταν η γιαγιά θυμιατίζει –και αυτό συμβαίνει κάθε απόγευμα–, στέκεται πάνω από το κεφάλι του και τον γεμίζει καπνούς για πολ- λή ώρα, μέχρι που θυμώνει και τότε εκείνη παίρνει πονεμένο ύφος και λέει: «Τι σκληρά που είναι σήμερα τα παιδιά!».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=