Το μέλι το θαλασσινό

35 Τ Ο Μ Ε Λ Ι Τ Ο Θ Α Λ Α Σ Σ Ι Ν Ο αρχίζει να διηγείται πάντα –μα πάντα!– μια ιστορία για τη δασκάλα του χωριού, τη Στάσα, που την αγαπούσε όταν ήταν νέος, δηλαδή πριν από πααάρα πολλά χρόνια, αλλά ο πατέρας του δεν τον άφησε να την παντρευτεί, γιατί ήταν, λέει, προσφυγοπούλα από τη Σμύρ- νη, ορφανή και φτωχιά. Όταν τα λέει αυτά, η γιαγιά κατεβάζει τα μούτρα της και αρχίζει να μαζεύει τα πιάτα από το τραπέζι, που είναι δουλειά της χαζο- Λενιώς, κάνοντας πολύ θόρυβο. Γιατί θυμώνουν οι μεγάλοι όταν κάποιος λέει ότι παλιά αγαπού- σε έναν άλλον; Να θυμώσω εγώ αν πει ο μπαμπάκης ότι παλιά αγαπούσε ένα άλλο κοριτσάκι, μάλιστα. Είναι ένα τεράστιο ψέμα! Πού και πότε είχε άλλο κοριτσάκι; Αλλά ο μπαμπάς μου και ο παπ- πούς μου που παλιά αγαπούσαν άλλες γυναίκες τι κακό κάνανε; Αφού πάντα υπήρχαν γυναίκες – όπως και άντρες, βέβαια. Πολλές φορές ο παππούς, πάλι όταν έχει πιει λίγο παραπάνω, αρχίζει και παραπονιέται στον μπαμπά μου γιατί ζούμε στην πόλη, τόσο μακριά του, αναρωτιέται πού θα αφήσει τόσα κτήματα, ποιος θα τους κοιτάξει όταν θα είναι ανήμποροι. Στο τέλος προσθέτει πάντα ένα «Αχ, κακούργα ξενιτιά» και «Μείναμε σαν κούτσουρα εδώ μόνοι μας», λόγια που πολύ πληγώνουν την Τετερία μου. Και πάνω εκεί συνήθως ο παππούς πιάνει το αγαπημένο του τραγούδι, το «Τζιβαέρι», που το λέει με πάθος, με τον καπνό απ’ το τσιγάρο να του τυλίγει το κεφάλι σαν τουρμπάνι και τα μάτια κλει- στά. Και εγώ κάθε φορά αναρωτιέμαι για ποιον ξενιτεμένο το λέει. Για τον μπαμπά μας ή τη Στάσα από τη Σμύρνη… Η γυναίκα λοιπόν που είμαι σίγουρη ότι ο παππούς δεν αγαπάει είναι η γιαγιά Μαρία. Που είναι «κόρη καραβοκύρη», όπως λέει η ίδια με πολύ μεγάλο καμάρι, και πλούσια αναντάν μπαμπαντάν, φράση που κάνει πολύ θόρυβο, να, σαν άδειος τενεκές ας πούμε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=