Το μάτι
V L A D I M I R N A B O K O V 18 αυτή η μελιστάλαχτη περιέργειά τους με έκανε να κρατάω το εκάστοτε τσιγάρο μου με έναν παράξενο και αδέξιο τρόπο, θαρρείς και κάπνιζα για πρώτη μου φορά∙ έπεφταν ολοένα στάχτες στα γόνατα μου, και τότε τα βλέμματα των δυο παιδιών, μ’ όλη την κρυστάλλινη διαύγειά τους, περ νούσαν από το χέρι μου στη φαιόχρωμη, ωχρή γύρη που απλωνόταν και τριβόταν πάνω στο μάλλινο ύφασμα. ΗΜατίλντα, φίλη των γονιών τους, επισκεπτόταν συ χνά το σπίτι και έμενε να δειπνήσει μαζί μας. Μια βραδιά, την ώρα που έφευγε, και ενώ μαινόταν μια ηχηρή νερο ποντή, δάνεισαν στη Ματίλντα μια ομπρέλα, κι εκείνη είπε: «Α, τι ωραία, σας ευχαριστώ πολύ. Ο νεαρός διδά σκαλος θα με συνοδεύσει, λοιπόν, στο σπίτι, και έπειτα θα επιστρέψει με την ομπρέλα σας». Από εκείνη τη βραδιά το να περπατάω μαζί της ως το σπίτι της έμελλε να είναι ένα ακόμα καθήκον μου. Μου άρεσε, θαρρώ, εκείνη η στρουμπουλή, πληθωρική και ανενδοίαστα εκδηλωτική κυρία με τα τεράστια μάτια και το τεράστιο στόμα της που γινόταν μια βαθυκόκκινη πτυχή, ένα επίδοξο μπουμπού κι, τριανταφυλλένιο, κάθε που το κοιτούσε στο καθρεφτά κι της, καθώς πουδράριζε το πρόσωπό της. Είχε αστραγά λους λυγερούς, κομψή και ανάερη περπατησιά – μια περ πατησιά που αναπλήρωνε κάμποσα που της έλειπαν. Ανέδιδε μια πλούσια ζεστασιά. Αμέσως μόλις έκανε την εμφάνισή της, είχα την αίσθηση πως η θερμότητα στο δωμάτιο ανέβαινε, και όταν, αφού ξεφορτωνόμουν αυτή την ευμεγέθη ζωντανή θερμάστρα συνοδεύοντας τη στο
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=