Το μάτι

T O M A T I 23 και εκείνα τα τρομερά, εκείνα τα μουντά φαιογάλαζα πρωινά, καθώς τα παπούτσια μου ηχούσαν μες στην ερή­ μωση και στην αγριωπή κενότητα της πόλης, φανταζό­ μουν κάποιον που τρελαίνεται γιατί αρχίζει να συνειδη­ τοποιεί καθαρά την κίνηση της γήινης σφαίρας: να τος, λοιπόν, να τρεκλίζει, να πασχίζει την ισορροπία του να διατηρήσει, να αρπάζεται απ’ τα έπιπλα· ή πάλι να εγκα­ θίσταται σε μια καρέκλα στο παράθυρο και να κοιτάει τα πάντα έξω με έναν μορφασμό έξαψης, σαν εκείνον κά­ ποιου συνεπιβάτη στο τρένο που γυρίζει και σου απευ­ θύνεται με τα λόγια: «Στ’ αλήθεια, παίρνει φωτιά, έτσι δεν είναι;». Αλλά, σε λίγο, όλο το λίκνισμα και οι ρυθμι­ κοί κλυδωνισμοί τον αρρωσταίνουν, του φέρνουν ναυτία∙ και αρχίζει να πιπιλάει ένα κομμάτι λεμόνι ή έναν παγο­ κύβο, και ξαπλώνει έπειτα φαρδύς πλατύς στο δάπεδο, όλα ματαίως όμως. Η κίνηση δεν μπορεί να σταματήσει, ο οδηγός είναι τυφλωμένος, τα φρένα δεν βρίσκονται πουθενά – και η καρδιά θα σπάσει, θα γίνει κομμάτια, θα εκραγεί με το που η ταχύτητα θα γίνει αβάσταχτη. Ω, και πόσο μόνος ήμουν τελικά! Πόσο μόνος ένιωθα! ΗΜατίλντα, που με ρωτούσε ντροπαλά εάν έγραφα ποιή­ ματα∙ η Ματίλντα, που στην πόρτα ή στα σκαλιά με πα­ ρέσυρε τεχνηέντως σε ένα φιλί, μόνο και μόνο για να ’χει την ευκαιρία να αναριγήσει προσποιητά και ψευδοηδυ­ παθώς να ψιθυρίσει: «τρελό μου αγόρι...», η Ματίλντα φυσικά δεν μετρούσε. Και ποιον άλλον ήξερα σ’ όλο το Βερολίνο; Τον γραμματέα μιας οργάνωσης για τη βοήθεια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=