Το μαγικό βουνό

18 | THOMAS ΜΑΝΝ πευκώνες σκαρφάλωναν στους λόφους γύρω από τις όχθες της, αραίω­ ναν πιο ψηλά, χάνονταν και άφηναν πίσω τους ομιχλώδες και γυμνό πέτρωμα. Στάθηκαν σε έναν μικρό σταθμό, ήταν το χωριό Νταβός, καθώς άκουσε ο Χανς Κάστορπ να ανακοινώνουν έξω· σε λίγο θα βρισκόταν στον προορισμό του. Και ξάφνου άκουσε δίπλα του τη φω­ νή του Γιοάχιμ Τσίμσεν, την αργόσυρτη αμβουργέζικη φωνή του εξα­ δέλφου του που έλεγε: «’Μέρα! Έλα, κατέβα τώρα». Και όπως κοίταξε έξω, κάτω από το παράθυρό του στεκόταν στο κρηπίδωμα ο ίδιος ο Γιοάχιμ αυτοπροσώπως με καφετί πανωφόρι, δίχως καπέλο, και φαι­ νόταν τόσο υγιής όσο ποτέ πριν. Γέλασε και ξαναείπε: «Έλα, κατέβα, μην ντρέπεσαι!» «Δεν έφτασα όμως ακόμη» είπε ο Χανς Κάστορπ ξαφνιασμένος και εξακολουθώντας να κάθεται. «Πώς δεν έφτασες! Εδώ είναι το χωριό. Από εδώ είναι πιο κοντά για το σανατόριο. Έχω φέρει αμάξι. Έλα, δώσ’ μου τα πράγματά σου». Γελώντας, μπερδεμένος, στην έξαψη της άφιξης και του ξαναντα­ μώματος, του έδωσε ο Χανς Κάστορπ τον σάκο και το παλτό, το πλέιντ, το μπαστούνι και την ομπρέλα, τέλος και το Ocean Steamships . Μετά πέρασε τον στενό διάδρομο και πήδησε στο κρηπίδωμα του σταθμού για τον πραγματικό και, τρόπος του λέγειν, κανονικά προσωπικό χαι­ ρετισμό με τον εξάδελφό του, που έγινε χωρίς πολλές διαχύσεις, όπως γίνεται ανάμεσα σε ανθρώπους με στεγνές και ψυχρές συνήθειες. Ακούγεται παράξενο, αλλά ανέκαθεν απέφευγαν να προσφωνεί ο ένας τον άλλο με το μικρό τους όνομα, μόνο και μόνο από φόβο προς υπερ­ βολική εγκαρδιότητα. Επειδή όμως δεν ταίριαζε να προσφωνούνται με το επώνυμο, περιορίζονταν στην απρόσωπη προσφώνηση. Ήταν βαθιά ριζωμένη συνήθεια ανάμεσα στα δύο ξαδέλφια. Ένας άνθρωπος με λιβρέα και πηλήκιο με σιρίτια κοιτούσε πώς έσφιγγαν γρήγορα και λίγο αμήχανα τα χέρια –ο νεαρός Τσίμσεν σε στρατιωτική στάση– και πλησίασε για να ζητήσει το δελτίο αποσκευών του Χανς Κάστορπ· ήταν ο θυρωρός του διεθνούς σανατορίου Μπέρ­ γκχοφ και προσφέρθηκε να παραλάβει τη μεγάλη βαλίτσα από τον σιδηροδρομικό σταθμό Πλατς, ενώ οι κύριοι θα πήγαιναν με το αμάξι κατευθείαν για το βραδινό. Κούτσαινε εμφανώς, και έτσι αυτό ήταν το πρώτο που ρώτησε ο Χανς Κάστορπ τον Γιοάχιμ Τσίμσεν:

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=