Το μαγικό βουνό

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ | 17 να τον διεγείρει, να τον γεμίζει με ένα είδος φόβου. Πατρίδα και τάξη δεν βρίσκονταν απλώς πίσω μακριά, βρίσκονταν κυρίως πολύ βαθιά κάτω του και ανέβαινε ολοένα και ψηλότερά τους. Αιωρούμενος μετα­ ξύ αυτών και του άγνωστου αναρωτιόταν τι θα του συνέβαινε εκεί επά­ νω. Μήπως ήταν ανόητο και ανθυγιεινό που αυτός, γεννημένος και μαθημένος να αναπνέει μόλις λίγα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, άφηνε να τον μεταφέρουν σε αυτές τις υπερβολικά ψηλές περιοχές, χωρίς τουλάχιστον να μείνει λίγες ημέρες σε ένα μέρος με μέτριο υψόμετρο; Θα ήθελε να είχε φτάσει, γιατί, όταν βρισκόταν πια εκεί, σκέφτηκε, θα ζούσε όπως παντού και τίποτε δεν θα του υπενθύμι­ ζε, όπως τώρα που σκαρφάλωνε, σε τι ανοίκειες σφαίρες βρισκόταν. Κοίταξε έξω: το τρένο ελισσόταν καμπτόμενο στο στενό πέρασμα. Έβλε­ πες τα μπροστινά βαγόνια, έβλεπες τη μηχανή να κοπιάζει βγάζοντας καφετιές, πράσινες και μαύρες μάζες καπνού, που σκόρπιζαν στο πέ­ ταγμά τους. Νερά βούιζαν στο βάθος από δεξιά· από τα αριστερά, σκού­ ρα βουνίσια πεύκα έτειναν ανάμεσα σε βράχινους όγκους προς έναν πετρόγκριζο ουρανό. Κάποτε περνούσαν από κατασκότεινες στοές και, όταν ξημέρωνε πάλι, πλατιά βάραθρα ανοίγονταν, με οικισμούς στα βάθη τους. Έκλειναν ύστερα, ακολουθούσαν στενά περάσματα με απο­ μεινάρια χιονιού στις ρωγμές και στις σχισμάδες τους. Το τρένο σταμα­ τούσε σε σταθμούς με κακομοίρικα κτίρια, σε τυφλούς σταθμούς από όπου έφευγε προς την αντίθετη κατεύθυνση, κάτι που σε μπέρδευε, γιατί δεν γνώριζες προς τα πού πήγαινε το ταξίδι, και έκανες ώρα να προσανατολιστείς. Υπέροχη μακρινή θέα ανοιγόταν στον θείο, φαντα­ σμαγορικό κόσμο των κορυφών των ψηλών βουνών, προς τα ύψη και το εσωτερικό του οποίου κατευθυνόταν το ταξίδι, και χανόταν από το γεμάτο δέος βλέμμα με τις στροφές του περάσματος. Ο Χανς Κάστορπ σκέφτηκε ότι είχε υπερβεί τη ζώνη των φυλλοβόλων, μάλλον και των ωδικών –αν δεν έπεφτε έξω–, και αυτή η σκέψη της παύσης και της απώλειας επέδρασε έτσι που τον κατέλαβε ελαφριά ζάλη και ναυτία και σκέπασε για μια στιγμή τα μάτια με το χέρι του. Πέρασε γρήγορα. Είδε ότι είχε τελειώσει ο ανήφορος, είχαν περάσει το πιο ψηλό σημείο. Τώρα, το τρένο προχωρούσε πιο εύκολα στο επίπεδο βάθος της κοιλάδας. Θα ήταν οκτώ η ώρα και ακόμη έφεγγε η ημέρα. Μια λίμνη εμφα­ νίστηκε στο βάθος του τοπίου, τα νερά της ήταν γκρίζα, και μαύροι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=