Το μαγικό βουνό

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ | 29 Και ο Χανς Κάστορπ έπινε, παρόλο που το πρόσωπό του έκαιγε σαν φωτιά. Στο σώμα όμως κρύωνε ακόμη και στα μέλη του ένιωθε μια ιδιαίτερη, χαρούμενη, αν και κάπως βασανιστική, ανησυχία. Οι λέξεις έφευγαν βιαστικά, συχνά έχανε τα λόγια του, και το ξεπερνούσε με μια ανέμελη χειρονομία. Άλλωστε και η διάθεση του Γιοάχιμ είχε ζωηρέ­ ψει, και η κουβέντα τους συνεχίστηκε πιο αβίαστα και πιο εύθυμα όταν η γυναίκα που σιγοτραγουδούσε και χτυπούσε το τραπέζι σηκώθηκε ξαφνικά και έφυγε. Τρώγοντας χειρονομούσαν με τα πιρούνια, έπαιρ­ ναν σοβαρό ύφος, με την μπουκιά να τους φουσκώνει το μάγουλο, γελούσαν, κατένευαν, σήκωναν τους ώμους και μιλούσαν πριν καλο­ καταπιούν. Ο Γιοάχιμ ήθελε να ακούσει νέα από το Αμβούργο και είχε στρέψει τη συζήτηση στη διευθέτηση της κοίτης του Έλβα. «Σηματοδοτεί μια νέα εποχή!» είπε ο Χανς Κάστορπ. «Μια νέα επο­ χή για την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας μας – χωρίς υπερβολή. Εγγρά­ ψαμε πενήντα εκατομμύρια ως άμεση εφάπαξ δαπάνη στον προϋπο­ λογισμό και, να ’σαι σίγουρος, ξέρουμε πολύ καλά τι κάνουμε». Αλλά, παρά τη σπουδαιότητα που απέδιδε στη διευθέτηση του Έλβα, παράτησε αμέσως αυτό το θέμα και απαίτησε να του διηγηθεί ο Γιοάχιμ και άλλα από τη ζωή «εδώ πάνω» και για τους ασθενείς, πράγμα που εκείνος το έκανε πρόθυμα, γιατί χαιρόταν που μπορούσε να εμπιστευτεί κάποιον δικό του και να ανακουφιστεί. Υποχρεώθηκε να επαναλάβει αυτό με τα πτώματα που τα ξαπόστελναν κάτω με τα έλκηθρα και να δια­ βεβαιώσει άλλη μιαφορά ρητά ότι βασιζόταν στην αλήθεια. Καθώς ο Χανς Κάστορπ ξέσπασε πάλι στα γέλια, γέλασε και εκείνος, πράγμα που φά­ νηκε να το χαίρεται με την καρδιά του, και διηγήθηκε και άλλα κωμικά για να διατηρήσει την ευθυμία. Μια κυρία, είπε, καθόταν στο τραπέζι του, η κυρία Στερ, παρεμπιπτόντως αρκετά άρρωστη, σύζυγος μουσικού από το Κάνστατ – ήταν ό,τι πιο αμόρφωτο είχε βρει ποτέ μπροστά του. Έλεγε «απολύμανξη», αλλά τελείως σοβαρά. Και τον βοηθό, τον Κροκόφσκι, τον αποκαλούσε «φόμουλους». Και αυτό τώρα να το ακούς χωρίς να κάνεις έναν μορφασμό. Εκτός αυτού ήταν και κουτσομπόλα, όπως άλλωστε οι περισσότεροι εδώ επάνω, και έλεγε για μια άλλη κυρία, την κυρία Ίλτις, ότι είχε ένα «στεριλέτο». «Στεριλέτο το λέει – μα είναι ανεκτίμητο!» Και μισοξαπλωμένοι, γερμένοι πίσω στις καρέκλες τους, γέλασαν τόσο, που σειόταν το κορμί τους και έπαθαν σχεδόν ταυτόχρονα λόξιγκα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=