Το μαγικό βουνό

28 | THOMAS ΜΑΝΝ χέρι για τον κατάλογο με ένα ανασήκωμα των ώμων που παλιότερα δεν το συνήθιζε. Είχαν διαλέξει το υπερυψωμένο τραπέζι στο παράθυρο, την πιο όμορφη θέση. Κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλο με φόντο την κρεμ κουρτίνα, τα πρόσωπα αναμμένα από το φως της επιτραπέζιας λάμπας με το κόκκινο αμπαζούρ. Ο Χανς Κάστορπ δίπλωσε τα φρεσκοπλυμένα χέρια του και τα έτριψε σε μια έκφραση ευχάριστης προσμονής, όπως συνήθιζε όταν καθόταν στο τραπέζι – ίσως επειδή οι πρόγονοί του προ­ σεύχονταν πριν από τη σούπα. Τους εξυπηρέτησε μια φιλική κοπέλα που μιλούσε με τον ουρανίσκο. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα με λευκή ποδιά, και το φαρδύ της πρόσωπο έλαμπε από υγεία. Προς μεγάλη του ευθυμία, έμαθε ο Χανς Κάστορπ ότι εδώ οι σερβιτόρες ονομάζονταν «κορίτσια της σάλας». Παράγγειλαν ένα μπουκάλι Γκρυό Λαρόζ, που το επέστρεψε ο Χανς Κάστορπ για να του δοθεί η σωστή θερμοκρασία. Το φαγητό ήταν εξαίρετο. Είχε σούπα από σπαράγγια, ντομάτες γεμιστές, ψητό με διάφορες γαρνιτούρες, ένα πολύ καλά φτιαγμένο γλύκισμα, μια πιατέλα με τυριά και φρούτα. Ο Χανς Κάστορπ έφαγε πάρα πολύ, αν και η όρεξή του δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο νόμιζε. Συνήθιζε όμως να τρώει πολύ, ακόμα και όταν δεν πεινούσε, από αυτοσεβασμό. Ο Γιοάχιμ δεν τίμησε ιδιαίτερα τα φαγητά. Είχε βαρεθεί αυτή την κουζίνα, είπε, όλοι εδώ επάνω την είχαν βαρεθεί και συνηθιζόταν να γκρινιάζει κανείς για το φαγητό· γιατί όταν καθόταν κανείς εδώ αιώνια, και τρεις ημέρες… Αντιθέτως, ήπιε με ευχαρίστηση, και μάλιστα με ένα είδος αφοσίωσης, κρασί και, αποφεύγοντας επιμελώς κάθε συναισθη­ ματική έκφραση, εξέφρασε επανειλημμένα την ικανοποίησή του που είχε κάποιον με τον οποίο μπορούσε να πει μια λογική κουβέντα. «Ναι, είναι υπέροχο που ήρθες!» είπε, και η ήρεμη φωνή του ακού­ στηκε συγκινημένη. «Μπορώ να πω ότι για μένα είναι σχεδόν ένα γε­ γονός. Είναι επιτέλους μια αλλαγή – θέλω να πω είναι μια τομή, μια διακοπή στην αιώνια, στην απεριόριστη μονοτονία…» «Μα ο καιρός σας θα περνάει σχετικά γρήγορα εδώ» παρατήρησε ο Χανς Κάστορπ. «Και αργά και γρήγορα, όπως θέλεις» απάντησε ο Γιοάχιμ. «Εγώ σου λέω ότι δεν περνάει καθόλου, αυτό δεν είναι χρόνος και δεν είναι ζωή – όχι, δεν είναι» είπε και ξανάπιασε το ποτήρι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=