Το μαγικό αρωματοπωλείο
«Λούτσι!» Η μαμά δίπλωσε την εφημερίδα της και με κοίταξε με μάτια που πετούσαν σπίθες. «Και παλιά έτσι έκαναν οι άνθρωποι για να έχουν ζεστό νερό και κανείς δεν έπαθε ποτέ τίποτα. Θα έπρεπε να χαίρεσαι που μένεις εδώ και όχι σε κάποια απρόσωπη πολυκατοικία. Η βίλα είναι παλιά και απερίγραπτα όμορφη. Ποιος άλλος έχει θερμοσίφωνα-αντίκα τη σήμερον ημέρα;» «Αυτό λέω κι εγώ! Κανένας!» Απέστρεψα το βλέμμα. Ημαμά μου εργαζόταν ως συ- ντηρήτρια αρχαιοτήτων, δηλαδή εκθείαζε καθετί που ήταν κατασκονισμένο ή χαλασμένο. Έλαμπε από χαρά όταν έδινε στα παλιά αντικείμενα την αρχική τους αίγλη. Γι’ αυτό και συχνά τη φωνάζαμε «νοσοκόμα αρχαιοτή- των», πράγμα που δεν την ενοχλούσε καθόλου. Το πιο πολυφορεμένο ρούχο της ήταν η ρόμπα εργασίας της, λερωμένη με χρώματα και γύψο. Τη φορούσε και καθό- ταν, γονάτιζε ή ξάπλωνε πάνω σε σκαλωσιές μέσα σε εκκλησίες, έπιανε το πινέλο της και αποκαθιστούσε τοι- χογραφίες που κανένας δε διέκρινε πια εκτός από την ίδια. Και μπορεί στη Βίλα Εύα να μην υπήρχαν τοιχο- γραφίες, υπήρχε όμως μπόλικη παμπάλαια σαβούρα, που χρειαζόταν επειγόντως τη βοήθειά της. Κοίταξα τον Μπένο, που είχε αρπάξει την ευκαιρία: η μαρμελάδα είχε εξαφανιστεί στο στόμα του και το ψω- μί κάπου κάτω από το τραπέζι. Σηκώθηκε και πήγε να βρει τα λέγκο του. Έπνιξα ένα γελάκι για να μην τον μαρτυρήσω. «Δυστυχώς, τα Σάββατα ο φούρνος εδώ κλείνει το με- 17
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=