Το μαγικό αρωματοπωλείο

από μία μέρα και ήδη ο κόσμος γελάει μαζί μου που μένω στη Βίλα Εύα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έσφιξα τα χείλη. Ο Ματς, το αγόρι με τις καστανές μπούκλες, έκανε έναν εκνευρισμένο μορφασμό. «Βούλωσ’ το, Λέον!» Ο ξανθός γέλασε και του έριξε ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο. «Μην τον ακούς» είπε και στράφηκε πάλι προς το μέρος μου. «Οαδερφός μου έχει μανία με τη Βίλα Εύα. Τώρα θα έρχεται επίσκεψη κάθε μέρα για να του κάνεις ξενάγηση». Έσκυψε φευγαλέα προς το μέρος μου και ψιθύρισε: «Θέλει να ανακαλύψει το μεγάλο μυστικό». «Τι σπαστικός που είσαι!» Ήταν σειρά του Ματς να κοκκινίσει. Μάλλον από θυμό όμως, παρά από αμηχανία. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, μου έριξε ένα αδιευ­ κρίνιστο βλέμμα. Έπειτα στράφηκε στη γυναίκα στο ταμείο. «Εμ… γεια. Θέλω έξι ψωμάκια, ένα κρουασάν και μία φραντζόλα». Ο Λέον συνέχισε να μου χαμογελάει. «Μήπως έχεις και όνομα, κορίτσι από τη Βίλα Εύα;» «Ναι, έχω όνομα» απάντησα και σήκωσα το πιγούνι μου προς τα πάνω, γιατί ένιωθα άβολα με όλα αυτά. Εκεί- νη τη στιγμή ο Ματς πλήρωσε και έβαλε στο χέρι του Λέον μία από τις σακούλες. Έκανε ένα φευγαλέο νεύμα προς το μέρος μου και βγήκε βιαστικά απ’ το μαγαζί μαζί με τον αδερφό του. Παρήγγειλα γρήγορα ένα ψωμί και τέσσερα κρουα- σάν, παριστάνοντας πως δεν άκουσα τη φωνή του Λέον, που φώναξε «Γεια χαρά, κυρία… “Ναι, έχω όνομα!”». 20

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=