Το κουτί

Τ Ο Κ Ο Υ Τ Ι 11 γονατιστή, ελαφρώς σκυμμένη προς τα μπρος. Νιώθει να πιέζεται από παντού. Ακόμα κι από πάνω, κάτι της πιέζει τον σβέρκο. Λες και βρίσκεται μέσα σε ένα στενό κουτί. Πονάει πολύ, οπότε δεν είναι όνειρο. Ούτε αλήθεια μπορεί να είναι. Δεν γίνεται να είναι αλήθεια. Κι όμως. Η μυρωδιά του ξύλου είναι πολύ αληθινή. Το φως εισχωρεί μέσα από μικρές στενές οπές και σχηματίζει ορθογώνια στα γυμνά της χέρια και πόδια. Στα γυμνά της… Μα πού είναι τα ρούχα της; Δεν λείπει μόνο το μπουφάν της, αλλά και η μπλούζα. Και το τζιν. Κάποιος την έγδυσε. Φοράει μόνο το εσώρουχο και το φανελάκι της. Όχι, δεν είναι αλήθεια. Γλείφει πάλι τα χείλη της. Η χημική γεύση δεν έχει φύγει ακόμη. Κάτι είχε ο καφές. Κάποιος έριξε κάτι στον καφέ της χωρίς εκείνη να το καταλάβει. Ήταν πολύ αγχωμένη, δεν είδε τίποτα. Και τον ήπιε όλο. Νιώθει το δέρμα της να μουδιάζει, η αδρεναλίνη ξεχύνεται στο σώμα της. Πρέπει να βγει έξω. Ουρλιάζει και πιέζει τα τοιχώματα όσο πιο δυνατά μπορεί. Το ξύλο ταλαντεύεται, όχι όμως όσο χρειά­ ζεται για να ανοίξει το κουτί. Δεν μπορεί να κλοτσήσει γιατί είναι γονατιστή, έτσι πρέπει να αρκεστεί στο να χτυπάει τα τοιχώματα με τις παλάμες της. Όμως η απόσταση είναι τόσο κοντινή, που τα χτυπήματά της δεν έχουν καμία δύναμη. Ξαφνικά το φως από τη μια πλευρά χάνεται. Κάποιος βρίσκεται έξω από το κουτί. «Βγάλε με έξω!» ουρλιάζει. «Μα τι κάνεις;» Κανείς δεν απαντά. Όμως εκείνη νιώθει ότι κάποιος είναι εκεί έξω. Ακούει την ανάσα του. Ουρλιάζει πάλι, όμως η σιωπή εξα­ κολουθεί να είναι εξίσου συμπαγής και απειλητική. Το μούδιασμα απλώνεται παντού. Βάζει πάλι δύναμη και χτυπάει τα ξύλινα τοιχώματα, όμως ο στενός χώρος αρνείται να της δώσει τη δύνα­ μη που χρειάζεται. «Μα τι θέλεις;» ουρλιάζει ξεσπώντας σε κλάματα. «Άσε με, σε παρακαλώ, πρέπει να μιλήσουμε. Πρέπει να πάρω τον Λίνους από τον παιδικό σταθμό!»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=