Το κουτί

C A M I L L A L A C K B E R G & H E N R I K F E X E U S 10 θυμίζει ότι βιάζεται. Λέει ξανά «συγγνώμη» και τρέχει προς το τρένο, ενώ ταυτόχρονα ανεμίζει βιαστικά τον εσπρέσο. Μυρίζει χημικά. Σχεδόν σαν φάρμακο. Πρέπει να καθαρίσει τη μηχανή. Ο παγωμένος αέρας κάνει τον καφέ να μοιάζει ακόμα πιο ζεστός. Θα πάρει τον Λίνους και θα γυρίσουν μαζί στο καφέ, σκέφτε­ ται. Ο Ντάνιελ θα του δώσει ό,τι ζητήσει, λιχουδιές και γλυκά. Και, ναι, αυτό δεν είναι λάθος. Στον διάολο τα μακαρόνια και τα κεφτεδάκια σήμερα. Αύριο η Τούβα θα φύγει. Όμως απόψε είναι μόνο αυτή και ο Λίνους. Φτάνει στις σκάλες του μετρό. Ξαφνικά χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Βγάζει μια κραυγή και τελευταία στιγμή αρπάζε­ ται από το κιγκλίδωμα της σκάλας για να μη σωριαστεί στο έδαφος. Μάλλον σκόνταψε. Δεν πρέπει να βιάζεται τόσο. Δεν χρειάζεται να πάει μελανιασμένη στον παιδικό σταθμό. Προσπαθεί να σηκωθεί, όμως είναι λες και δεν έχει κόκαλα στα άκρα της. Τα πόδια της λυγίζουν. Νιώθει ζαλάδα. Ναυτία. Σαν να λιποθυμάει. Το ίδιο συναίσθημα όπως τότε που της έδω­ σαν όλα εκείνα τα φάρμακα στο νοσοκομείο. Στον τοκετό. Λίνους. Έρχομαι. Κάνει άλλη μια προσπάθεια να σηκωθεί, όμως νιώθει ότι τα χέρια της είναι πολύ μακριά, χιλιόμετρα μακριά. Το κιγκλίδωμα αιωρείται ψηλά πάνω από το κεφάλι της και εκείνη δεν έχει ιδέα πώς λειτουργεί ένα κιγκλίδωμα. Μαύρες κηλίδες χορεύουν στις άκρες του οπτικού της πεδίου. Ξαφνικά ο κόσμος γύρω της πε­ ριστρέφεται και μια φωνούλα μέσα της της λέει ότι σωριάζεται στη σκάλα. Όμως δεν νιώθει ότι πέφτει. Το πρώτο που αισθάνεται η Τούβα όταν ξυπνάει είναι πόνος στις αρθρώσεις. Δεν νιώθει άνετα. Γλείφει τα χείλη, ξεροβήχει. Το στόμα της είναι στεγνό. Υπολείμματα μιας άνοστης γεύσης που δεν την αναγνωρίζει. Σε λίγα δευτερόλεπτα ανακτά εντελώς τις αισθήσεις της και καταλαβαίνει ότι δεν είναι ξαπλωμένη. Είναι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=