Το καράβι της αιωνιότητας

[ 12 ] σαν να σταματούν την κουβέντα όταν περνούσε από μπροστά τους στο κατάστρωμα, και ακολουθούσαν τις κινήσεις της με την άκρη του ματιού καθώς ασχολούνταν με τις επισκευές στο σκάφος. Και ο Πάιπερ με τη Ζόι την παρατηρούσαν. Και απ’ τη στιγμή που αφήσαμε το καράβι και βρεθήκαμε στη στεριά πη­ γαίνοντας προς το Νιου Χόμπαρτ, είχα καταλήξει να την παρα­ τηρώ κι εγώ διαρκώς. Ήταν μια φήμη, που είχε αποκτήσει σάρ­ κα και οστά. Ένας άνθρωπος από το Αλλού. Ένας άνθρωπος χωρίς δίδυμο αδελφό. Και οι δύο σκέψεις ήταν τόσο εξωπραγ­ ματικές, ώστε έμοιαζε περίεργο μερικές φορές να τη βλέπω να αφαιρεί μικρά ψαροκόκαλα ανάμεσα από τα δόντια της ή να κόβει τα νύχια των χεριών της χρησιμοποιώντας το στιλέτο της. Οι κινήσεις αυτές ήταν απλές και καθημερινές, όμως δεν ήμουν έτοιμη να τη δεχτώ σαν κάτι τόσο αληθινό. «Μας τρώει απλώς η περιέργεια» είπα. «Το ξέρω» είπε, με την προφορά της να προσδίδει ασυνήθι­ στη μορφή στις γνώριμες λέξεις. Από την άλλη την έτρωγε κι εκείνη η περιέργεια. Ενώ μιλού­ σαμε, παρατηρούσε τον Πάιπερ και τη Ζόι. Σε μικρή απόσταση από τη φωτιά, προσπαθούσαν να επιδιορθώσουν ένα φλασκί, χρησιμοποιώντας την κόλλα που είχε φτιάξει η Ζόι λιώνοντας ρετσίνι πεύκου στη φωτιά, μέχρι που σε ολόκληρο το ξέφωτο κυριάρχησε η μπόχα από την πίσσα του δέντρου. Η Παλόμα παρατηρούσε τη Ζόι να τεντώνει το δέρμα του φλασκιού στο έδαφος και τον Πάιπερ να τοποθετεί το μπάλωμα. «Όταν τους βλέπω αυτούς τους δυο» είπε δείχνοντας τον Πάιπερ και τη Ζόι «είναι σαν να ζωντανεύει κάτι απ’ το τραγού­ δι ενός βάρδου. Μια παλιά ιστορία, τόσο παλιά, που δεν είσαι σίγουρος αν ήταν ποτέ αλήθεια». Καθόμασταν κατάχαμα, κοντά στη φωτιά, και κοιτούσαμε η μία την άλλη έχοντας ανάμεσά μας ένα κενό μεγαλύτερο από

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=