Το καράβι της αιωνιότητας

[ 11 ] ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 « Σ ταμάτα να με κοιτάς έτσι» είπε η Παλόμα. «Πώς δηλαδή;» είπα. Γύρισα ξανά το πρόσωπό μου προς τη φωτιά, μισοκλείνοντας τα μάτια εξαιτίας του καπνού. Δεν μπορούσα να αρνηθώ ότι την κοιτούσα επίμονα. Την παρακολουθούσα διαρκώς. Μερικές φορές ξυπνούσα αναμένοντας να διαπιστώσω ότι είχε χαθεί – ότι δεν είχε έρθει ποτέ ή ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια μορφή που είχαμε επινοήσει, εξαιτίας της λαχτάρας μας για το Αλλού. Κι όμως ήταν εκεί: ωχρή, σαν να την έβλεπες μέσα από την ομίχλη. Δεν είχε το ξανθό του Κρίσπιν ή της Έλσας, που τα μαλλιά τους είχαν μια χρυσαφένια απόχρωση και το δέρμα τους ήταν έντονα ροδαλό. Τα μαλλιά της Παλόμα ήταν τόσο ξανθά, που έμοιαζαν σχεδόν γκρίζα, θυμίζοντας ξύλο που το ξέβρασε η θάλασσα – σαν να μην είχε έρθει με το Ρόζαλιντ , αλλά να είχε ξεβραστεί στην ακτή. Είχε δέρμα λευκό σαν ξασπρισμένο άχυ­ ρο και μάτια ανοιχτογάλαζα – σχεδόν άχρωμα. «Ούτε φάντασμα να ήμουν» είπε η Παλόμα. Έγειρε μπροστά για να αναδεύσει τη φωτιά. Την κοίταξα κατάματα. «Με συγχωρείς». Έκανε μια κίνηση με το χέρι, απορρίπτοντας τη συγγνώμη μου. «Δε φταις εσύ. Όλοι το κάνετε». Είχε δίκιο. Αφότου βρήκαμε το Ρόζαλιντ , στις λιγοστές μέρες που είχα μείνει στο καράβι, είχα διαπιστώσει ότι ακόμα και οι ναύτες που ταξίδευαν για μήνες με την Παλόμα εξακολουθού

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=