Το καπλάνι της βιτρίνας (Συλλεκτική έκδοση)

AΛKH ZEH 26 | έφευγαν κάπου μακριά κι απόμενε μόνο η τζαμωτή βεράντα με μας τις δυο, που, θαρρείς, έπλεε μέσα στην αφρισμένη θάλασσα. — Σαν δεν ντρέπεσαι, ξανάπε η Μυρτώ. Κατάλαβα πως το ’λεγε πιο πολύ για να ξαναπιά­ σουμε κουβέντα, έστω κι αν ήτανε για να τσακωθούμε. Κι εγώ έψαχνα αφορμή να πάω κοντά της, γιατί ήτανε πολύ σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τρα­ γουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ … Ήτανε ο παππούς, που σαν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Η Μυρτώ κι εγώ, άμα θέλαμε να κάνουμε τις σπουδαίες στ’ άλλα παιδιά, μιλούσαμε τάχα, με­ ταξύ μας, μια ξένη γλώσσα. Έλεγε η μια: ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ και απαντούσε η άλλη: ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ . Τότε κείνα μας ρωτούσανε: «Μα τι γλώσσα μιλάτε;». Εμείς απαντού­ σαμε καμαρωτά: «Δεν καταλαβαίνετε; Βυζαντινά». Ο παππούς ήρθε στην τζαμωτή και μας πήρε να πάμε στην τραπεζαρία. Μας έσπασε καρύδια και μας έδωσε να τα φάμε με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτη­ σε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παπ­ πούς τής είπε: — Μυρτώ, τι προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ έναν μύθο; — Φυσικά, καρύδια! απάντησε εκείνη. Αφού ο μύ­ θος δεν τρώγεται!

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=