Το καλοκαίρι

Τ Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ι 9 πούσε φιλικά στον ώμο για να με καθησυχάσει, υπο­ νοώντας πως ναι, κι αυτήν τη φορά την είχα βγάλει καθαρή, αυτή η αρρώστια, τη βαρύτητα της οποίας αγνοούσα και που δίχως άλλο θα αναγκαζόμουν να αντιμετωπίσω στο μέλλον, μπορούσε να περιμένει. Το καλοκαίρι, με την κοινότοπη πληθωρικότητά του, μου υπενθύμιζε διαρκώς πόσο γρήγορα γερ­ νούσα, πόσο είχα ήδη γεράσει. Το θεώρησα εξαιρετικό θέμα συζήτησης με την Έστερ. «Το καλοκαίρι μάς κάνει πιο γέρους απ’ όσο εί­ μαστε» της είπα. «Μιλάς λες και έχουμε πατήσει τα εβδομήντα». «Έτσι δεν είναι;» Η Έστερ φάνηκε να το σκέφτεται προς στιγμήν. «Δηλαδή δεν θα μπορούμε να φερόμαστε σαν εβδο­ μηντάχρονοι στα εβδομήντα μας;» «Εξαρτάται κι από σένα. Ή μάλλον, συγγνώμη, δεν εξαρτάται ούτε από σένα ούτε από μένα, δεν εξαρτάται από εμάς . Εξαρτάται από το γεγονός ότι είμαστε παντρεμένοι». Δεν υπήρχε τίποτε άλλο που να δημιουργούσε μεγαλύτερη ευφορία σ’ εμένα και στην Έστερ –μια σκυθρωπή ευφορία– από το να μιλάμε για τη συζυ­ γική φθορά. Ήταν το μοναδικό πράγμα που μπορού­ σε ακόμη να μας καθιστά συνεργούς, το να λέμε δηλαδή πόσο καταστρέφονταν τα ζευγάρια με το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=