Το καλοκαίρι
L U C A R I C C I 22 «Θα ήθελα να χαρίσω σε κάποια από εσάς μονά δες για το κινητό της» επέμεινε ο Λέλο. Νεκρική σιγή και πάλι. Ανασκίρτησα από περη φάνια. Ήμασταν μεγάλοι, σύμφωνοι, αλλά όχι χού φταλα. Ίσως να ήμασταν ένα αταίριαστο ζευγάρι, δυο άνθρωποι παροπλισμένοι και κατά κάποιον τρό πο μη ευπαρουσίαστοι, σίγουρα πάντως καλύτεροι από τους συνομήλικους εκείνων των μυξιάρικων, που δεν μπορούσαν να αρθρώσουν κουβέντα και μιλούσαν μεταξύ τους μουγκρίζοντας. «Ο φίλος μου αποδώ χαρίζει τηλεφωνικές μονά δες» επανέλαβα. «Εγώ πάντως αν ήμουν στη θέση σας, θα το σκεφτόμουν». Πάνω που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, ένα κο ρίτσι άρπαξε τον Λέλο από τον λαιμό. «Εσύ είσαι που χαρίζεις μονάδες; Εκεί κάτω έχει ένα ψιλικα τζίδικο». «Μπίνγκο! Απόψε είναι η τυχερή σου βραδιά. Τι εταιρεία έχεις;» Το κορίτσι, προφανώς μεθυσμένο, τραύλισε έναν αριθμό τηλεφώνου και ο Λέλο τον σημείωσε βιαστι κά στο πακέτο των τσιγάρων του. Πήγαμε στο ψιλι κατζίδικο, ζητήσαμε μια κάρτα ανανέωσης χρόνου των είκοσι πέντε ευρώ, περιμέναμε μέχρι να ολο κληρωθεί η διαδικασία και να μας δώσει την από δειξη. Επιστρέψαμε στο μπαρ, αλλά η παρέα είχε κάνει φτερά.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=