Το καλοκαίρι
L U C A R I C C I 18 μπαλκονόπορτα, τα κοράλλια που είχα σ’ ένα ράφι της βιβλιοθήκης πίσω μου, οι τουλίπες και οι πεό νιες που έβαζε η Έστερ στο βάζο πάνω στο γραφείο μου, τα κουνούπια και οι μύγες που πετούσαν, ακό μα κι εκείνη η απερίσκεπτη αράχνη που είχε φτιάξει τον ιστό της μέσα στο φωτιστικό μάρκας Kartell. «Πάμε μια βόλτα;» με ρώτησε κάποια στιγμή ο Λέλο. Ήξερα ότι θα μου το ζητούσε κι εγώ θα δεχόμουν, όπως πάντα, έτσι η Έστερ θα ήταν επιτέλους ελεύ θερη να πάει για ύπνο κι εμείς θα είχαμε την ψευ δαίσθηση πως η βραδιά τώρα θα άρχιζε πραγματικά. Ο Λέλο μπορούσε να είναι είτε καλοδιάθετος είτε κακοδιάθετος, μόνο αν έφτανε στα άκρα, αν ξεπερ νούσε τα όρια της εκάστοτε πνευματικής του κατά στασης. Κι εκείνο το βράδυ βρισκόταν σε υπερδιέ γερση. Όμως τι ευκαιρίες ψυχαγωγίας μπορούσε να προσφέρει το Τσιρτσέο σε δύο τύπους σαν και του λόγου μας; Ο παραλιακός δρόμος άδειαζε πάντα μετά την ώρα του δείπνου – δεν ήμασταν ούτε στην Κυανή Ακτή ούτε στη Βερσίλια, στην Τοσκάνη. «Δεν υπάρχει τίποτε απολύτως σ’ αυτό το κωλο μέρος» είπε βαρυγκομώντας ο Λέλο, σχεδόν διαβά ζοντας τη σκέψη μου. «Γιατί επιμένουμε να ερχό μαστε εδώ διακοπές;»
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=