Το καλοκαίρι

L U C A R I C C I 12 λισμένους με μπουκαμβίλιες. Οι ιδιοκτήτες τους είχαν μάλιστα την τάση να μοιάζουν μεταξύ τους: όλοι τους με μεγάλα παιδιά και σκυλιά που μόλις είχαν πεθάνει. Κάθισα κάτω από τον κέδρο για να πιω ένα τελευ­ ταίο ποτηράκι πριν πέσω για ύπνο, ενώ συνεχίζαμε με την Έστερ την πολλοστή απατηλή βραδιά μας, καμωμένη από σιωπές που τις διέκοπταν μισόλογα. Αν πριν, στο εστιατόριο, είχαμε βάλει τα δυνατά μας να σώσουμε τα προσχήματα, τώρα μοιάζαμε με δύο στρατιωτάκια του έρωτα. Ο Λέλο μάς μίλησε πίσω από τον φράχτη που χώ­ ριζε τους κήπους μας: «Μα καλά, γυρίσατε κιόλας;». «Οι παντρεμένοι επιστρέφουν σπίτι πάντα πριν απ’ όλους» αποφάνθηκα, στωικά. «Ε, τότε ανοίξτε μου». Ο Λέλο Ανίμπαλι ήταν ο εκδότης των μυθιστορη­ μάτων μου και γείτονας του παραθαλάσσιου εξοχι­ κού μου, αμετανόητος εργένης, γκαφατζής, με εμφανή αντικρουόμενα χαρακτηριστικά: μισάνθρω­ πος με ύφος μπον βιβέρ, ένας Ντον Τζοβάνι που τον τυραννούσαν χρόνια βάσανα. «Ήρθες την κατάλληλη στιγμή» του είπα. «Πάνω που είχαμε αρχίσει να βλέπουμε τα πεφταστέρια». Ο Λέλο αυτοσαρκάστηκε: «Αν τα αστέρια διαι­ σθάνονταν τις επιθυμίες μου, θα έμεναν ακίνητα, τρομοκρατημένα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=