Το γεράκι της Μάλτας

12 να αναδεύονται. Το βλέμμα της ήταν ανήσυχο. Τα πό- δια της ακουμπούσαν σταθερά στο πάτωμα, σαν να ετοιμαζόταν να σηκωθεί. Φορώντας τα σκούρα γάντια της, έσφιγγε μια επίπεδη τσάντα στα γόνατά της. O Σπέιντ έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του και ρώ- τησε: «Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω, μις Oυόντερ- λι;». Πήρε μια ανάσα και τον κοίταξε. Ξεροκατάπιε και είπε βιαστικά: «Θα μπορούσατε…; Σκέφτηκα… μή- πως…». Δάγκωσε το κάτω χείλος με τα αστραφτερά δόντια της και δεν είπε τίποτα. Μόνο τα σκούρα μάτια της μιλούσαν ικετευτικά. O Σπέιντ χαμογέλασε και έγνεψε σαν να την κατα- νοούσε, το ύφος του ήταν ευχάριστο, σαν να μην συνέ- βαινε τίποτα σοβαρό. «Καλύτερα να μου τα πείτε όλα από την αρχή» έκανε «κι ύστερα θα μιλήσουμε για το τι πρέπει να κάνουμε. Ας πάμε όσο πιο πίσω γίνεται». «Σ’ αυτά που έγιναν στη Nέα Υόρκη τότε;» «Μάλιστα». «Δεν ξέρω πού τον γνώρισε. Εννοώ πού τον γνώρι- σε στη Nέα Υόρκη. Είναι πέντε χρόνια μικρότερή μου –είναι μόνο δεκαεπτά ετών– και δεν έχουμε τους ίδιους φίλους. Δεν ήμαστε ποτέ πολύ συνδεδεμένες, όπως είναι συνήθως οι αδελφές. Η μαμά κι ο μπαμπάς είναι στην Ευρώπη. Θα πεθάνουν αν το μάθουν. Πρέπει να τη φέρω πίσω πριν επιστρέψουν».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=