Το φτυάρι

Τ Ο Φ Τ Υ Α Ρ Ι 13 ότι η Τέσι στέκεται όρθια δίπλα στο δικό της. Τα τσουλούφια των μαλλιών της έχουν κολλήσει πάνω στο κρανίο της από τον ιδρώτα. Περιεργάζεται το σεντόνι της, ελέγχει ότι κρέ­ μεται ακριβώς κατά το ίδιο μήκος από την κάθε πλευρά του κρεβατιού. «Κοιμήθηκες καλά απόψε;» Νεύει καταφατικά. Είναι η ιδανική ημέρα για μαγικές μπάλες. Πηγαίνοντας να πάρω το ποδήλατό μου πέφτω πάνω στον μπαμπά. Με το τσιγάρο στο χέρι ακούει με κάποια υπερηφά­ νεια τις ειδήσεις των έντεκα που μεταδίδει δυνατά και ξεκά­ θαρα το τρανζίστορ. Το έχει κρεμάσει στην κορυφή της κε­ ρασιάς για να διώχνει τα κοράκια. Στηρίζεται στον τοίχο του κτίσματος που ονομάζουμε «ερ­ γαστήριο», αν και δεν εργάζεται ποτέ κανείς εκεί. Στον δρόμο που οδηγεί προς τη θάλασσα τα μποτιλιαρί­ σματα εξαιτίας δύο σοβαρών ατυχημάτων στον E40 δεν έχουν μειωθεί ακόμη, μόλις έχωσα ένα πενηντάλεπτο σε καθεμιά από τις κάλτσες μου. Καθώς προχωράω, τα κέρματα κατεβαί­ νουν όλο και πιο κάτω. Ο μπαμπάς ξεκολλάει απότομα από τα χείλη του τη γόπα που έχει καπνίσει ως το φίλτρο, την πατάει με την παντόφλα του, τη μαζεύει. Φοράει ένα μαύρο τζιν. Είναι το παλιό του παντελόνι ερ­ γασίας, αλλά που έχει ξεχειλώσει με τον χρόνο. Το ύφασμα φουσκώνει πάνω από τα γόνατα, πράγμα που μαρτυρά τη συνήθη στάση του πατέρα μου, όταν κάθεται πάνω στις φτέρ­ νες του δίπλα στην κάσα με τις μπίρες.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=