Το φτυάρι

Τ Ο Φ Τ Υ Α Ρ Ι 23 φάνεια, σαν βοηθητικό τραπεζάκι. Μια μέρα, ο Λόρενς ρώ­ τησε για πλάκα πόσες μπίρες μπορούσε να κουβαλήσει ανά­ μεσα στις ωμοπλάτες της χωρίς να τις χύσει. Σήμερα, θα έλεγα οκτώ. Πρέπει να το συγκρατήσω, ίσως μπορέσω να του το πω αργότερα. Η Ανιές προχωρά μπροστά μου ανάμεσα στα γκρίζα ράφια όπου είναι στοιβαγμένα σφουγγάρια, οδοντογλυφίδες, σερ­ βιέτες και ψεύτικα λουλούδια. Ξέρει γιατί έχω έρθει. Τα ζα­ χαρωτά βρίσκονται στον κεντρικό διάδρομο. «Πού είναι οι υπόλοιποι σωματοφύλακες;» ρωτάει η Ανιές. «Το παιδί της φάρμας και ο γιος του χασάπη;» Σηκώνω τους ώμους. Από τότε που ο σύζυγός της έφυγε με έναν άλλο άνδρα, από τότε που έγραψε το καινούργιο σλόγκαν στην ταμπέλα της, τής είναι ανυπόφορο να διαλέγουν οι πελάτες μόνοι τους τα ζαχαρωτά. Το ίδιο ισχύει και για μένα. Ζητώ ευγενικά είκοσι ιπτάμενους δίσκους, πέντε ξινά ζε­ λεδάκια-ζώνες και δύο σακουλάκια με μαγικές μπάλες. Βάζει τα ζαχαρωτά σε ένα χάρτινο χωνί. «Θα δεις σήμερα τον αδελφό του Γιαν; Θα μοιραστείς τις καραμέλες μαζί του;» Απαντώ καταφατικά με σίγουρο ύφος, αν και δεν είμαι βέβαιη ότι θα τον δω. Μου βάζει μερικά ζαχαρωτά παραπάνω από το κάθε είδος. Με το σακουλάκι στο χέρι και κρατώντας το τιμόνι, διασχίζω το χωριό. Το βλέμμα μου περιτρέχει τους έρημους δρόμους, με την ελπίδα ότι, δεν μπορεί, κάποια στιγμή ο Λόρενς και ο Πιμ θα ξεπροβάλουν μέσα από αυτό το κολάζ παλιών ανα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=