Το φτυάρι

Τ Ο Φ Τ Υ Α Ρ Ι 19 τη θηλιά και ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Στο τρίτο σκαλοπάτι, η σκάλα αρχίζει να ταλαντεύεται επικίνδυνα. Πλησιάζω και στέκομαι δίπλα της για να κρατήσω τους ορθοστάτες. Τα κέρματα χώνονται ακόμα πιο βαθιά, κάτω από τα πέλματα των ποδιών μου. Το δελτίο των έντεκα έχει τελειώσει, ένα διαφημιστικό διάλειμμα ακολουθεί. «Μην πετάτε τα χρήματά σας απ’ το παράθυρο! Αν βρείτε το ίδιο προϊόν φθηνότερο αλλού, σας επιστρέφουμε τη δια­ φορά». Ο μπαμπάς ανέβηκε μέχρι πάνω. Πατώντας με τα δύο πό­ δια στο τελευταίο σκαλί, προσπαθεί να ισορροπήσει και τελι­ κά στέκεται ακριβώς κάτω από τη θηλιά. Το σχοινί απομακρύ­ νεται, επανέρχεται, του ρίχνει μια σφαλιαρίτσα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Παραλίγο να χάσει την ισορροπία του. Εγώ κρατάω τη σκάλα γερά. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τον εμποδίσω να πέσει. Δεν μπορώ να τον εμποδίσω να πηδήξει. Έτσι όπως πατάω τα πόδια μου με δύναμη, τα κέρ­ ματα με καίνε ακόμα περισσότερο. Η κεφαλή του Αλβέρτου Β΄ θα αποτυπωθεί για όλη μου τη ζωή κάτω από τα πέλματά μου. Ο μπαμπάς τραβάει το σχοινί απότομα – είναι δεμένο γε­ ρά. Το περνάει γύρω από τον λαιμό του. Ρίχνει μια ματιά στην μπλε αυτοκρατορία πάνω στην οποία τώρα δεσπόζει. Κάνει ένα νεύμα με το κεφάλι. Που μάλλον εκφράζει ικανοποίηση. «Οι άνθρωποι που αυτοκτονούν με απαγχονισμό γδέρνουν συχνά το δέρμα του λαιμού με τα νύχια τους» συνεχίζει. «Για­ τί μετανιώνουν. Δεν πρέπει να μετανιώνει κανείς». Κουνάω το κεφάλι καταφατικά. «Με άκουσες, Εύα;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=