Το φτυάρι

L I Z E S P I T 18 οποία δεν τον ρωτάμε, αφού οι άνθρωποι θεωρούν δεδομένο ότι, αν ο ενδιαφερόμενος δεν μιλάει για ένα θέμα, αυτό ση­ μαίνει ότι δεν έχει τίποτα να διηγηθεί. Για να πάει σε αυτή τη δουλειά, πρέπει να πάρει το ποδήλατό του –ακόμα και όταν βρέχει– μέχρι τη στάση, όπου επιβιβάζεται στο λεωφο­ ρείο για διαδρομή μισής ώρας ακόμα. Εκείνες τις ημέρες κερδίζει ίσα ίσα όσα χρειάζεται για να ζήσει τη γυναίκα και τα παιδιά του –οι οποίοι δεν του κάνουν ερωτήσεις– και για να τους προσφέρει μια στέγη στην οποία μπορεί να κρεμά τα δώρα που αγόρασαν με τα λεφτά του, χωρίς όμως τη συγκα­ τάθεσή του. Ως πρωτότοκη κόρη αυτού του ανθρώπου δεν έχω το δι­ καίωμα να αρκεστώ σε ένα απλό νεύμα του κεφαλιού ούτε να απαντήσω πριν να μάθω ποιες ακριβώς είναι οι προθέσεις του. Παίρνω ένα κάπως βεβιασμένο ύφος. Δεν πρόκειται για χαμόγελο. Δεν πρόκειται για συμπόνια. Κατανόηση ίσως, αν και αγνοώ με τι μπορεί να μοιάζει η κατανόηση μεταφρασμέ­ νη στη γλώσσα των μορφασμών. «Σίγουρα πιστεύεις, όπως η μητέρα σου, ότι ένας κωλό­ γερος σαν εμένα δεν κάνει ποτέ αυτό που λέει. Ότι ο περί ου ο λόγος κωλόγερος παραείναι φοβητσιάρης για να κάνει κάτι τέτοιο;» Ο μπαμπάς λέει πάντα «η μητέρα σου» και η μαμά κάνει ακριβώς το ίδιο: όταν μιλάει γι’ αυτόν, λέει «ο πατέρας σου». Δεν είναι πολύ τίμιο. Προσπαθούν κατά κάποιον τρόπο να τη βγάλουν καθαρή, κάνοντας σαν να τους είχα διαλέξει εγώ. «Να σου κάνω μια επίδειξη;» Αρπάζει την ξεχαρβαλωμένη σκάλα, την ανοίγει κάτω από

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=