Το φθινόπωρο

9 Στεκόμουν στο παράθυρο φορώντας το εσώρουχό μου· τον Σεπτέμβρη βράζει ο τόπος στη Ρώμη. Η γυναίκα μου, η Σάντρα, ήταν κι εκείνη χωρίς ρούχα, πλαγιασμένη στο κρεβάτι, πάνω από τα σεντόνια, και με κοίταζε. Τι ήταν αυτό που με εμπόδιζε να ξαπλώσω μαζί της; Το νήμα της σκέψης μου ξεκι­ νούσε πάντα με μια διαπίστωση, η οποία στη συνέ­ χεια, αδυσώπητα, μετουσιωνόταν σε ερώτηση: «Η γυναίκα μου είναι όμορφη, είναι όμορφη η γυναίκα μου;». Η γυναίκα μου ήταν πάντα όμορφη, έλεγα στον εαυτό μου, προσπαθούσα να την επαναφέρω στη μνήμη μου. Θυμόμουν πως πάντα ήταν όμορ­ φη, πάντοτε τη θεωρούσαν όμορφη οι άλλοι, πά­ ντοτε τη θεωρούσα όμορφη κι εγώ. Έχει μια αναγεν­ νησιακή ομορφιά, λέγαμε για εκείνη, με παστέλ χρώματα, μ’ εκείνη τη μάζα των σκουροκάστανων μαλλιών της, με τα μεγάλα της σταχτοπράσινα μά­ τια (ένα χρώμα που σκάρωσα επίτηδες για να τα περιγράφω), με το στιβαρό μα αρμονικό της κορμί, με μια ιδέα κυτταρίτιδας που την παραμόρφωνε ελάχιστα («την παραμόρφωνε» υπό την αβανγκάρντ έννοια, η γυναίκα μου ήταν σαν τη Μόνα Λίζα με μουστάκι). Και λοιπόν; Τώρα τι αλλαγές μπορούσα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=