Το φως που σβήνει
ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ Σ ΒΗΝΕ Ι 19 θυμόταν, ενώ του φάνηκε λίγο πιο ψηλή και ίσως λίγο πιο βαριά. Όμως οι διαφορές ήταν ελάχιστες: Το χαμόγελό της ήταν το ίδιο, και τα όμορφα σκούρα μαλλιά της έφταναν κάτω από τους ώμους της, πέφτοντας σαν λαμπερός καταρράκτης, πιο μαύρος και από τη νυχτιά των εξώκοσμων. Φορούσε άσπρο πουλόβερ ζιβάγκο και παντελόνι από χοντρό ύφασμα χαμαι- λέοντα που είχε πάρει το μαύρο χρώμα της νύχτας, και χοντρή κορδέλα στα μαλλιά – έτσι όπως συνήθιζε να ντύνεται και στον Άβαλον. Ωστόσο, τώρα φορούσε και βραχιόλι, κι αυτό ήταν κάτι καινούργιο. Ή ίσως το πιο σωστό θα ήταν να πει «περι- βραχιόνιο». Ένα ογκώδες ψυχρό ασημένιο πράγμα με ένθετους λίθους τζαντ * κάλυπτε τον μισό πήχη του αριστερού της χεριού. Το μανίκι του πουλόβερ της ήταν διπλωμένο για να φαίνεται το κόσμημα. «Αδυνάτισες, Ντερκ» του είπε. Αυτός ανασήκωσε τους ώμους και έχωσε τα χέρια στις τσέ- πες του μπουφάν του. «Ναι» είπε. Στην πραγματικότητα ήταν σχεδόν λιπόσαρκος, αν και οι ώμοι του ήταν ακόμη κάπως στρογγυλεμένοι, επειδή καμπούριαζε συνεχώς. Τα χρόνια τον είχαν σημαδέψει και με άλλους τρόπους· τα μαλλιά του ήταν πλέον πιο πολύ γκρίζα παρά καστανά, τη στιγμή που παλιό- τερα ίσχυε το αντίθετο, και τα είχε αφήσει να μακρύνουν σχε- δόν όσο της Γκουέν, αν και τα δικά του ήταν ατημέλητα και κατσαρά. «Πέρασε πολύς καιρός» είπε η Γκουέν. «Επτά τυπικά χρόνια» της απάντησε γνέφοντας. «Δεν πε- ρίμενα ότι…» * Ο λίθος νεφρίτης. (Σ.τ.Μ.)
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=