Το φως που σβήνει

ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ Σ ΒΗΝΕ Ι 15 λό του άρχισε να γυρίζει στις υποσχέσεις που αθέτησε, στα όνειρα που ανέβαλε και στη συνέχεια ματαίωσε, στα ιδανικά που απεμπόλησε, στο λαμπρό μέλλον που έγινε θυσία στην ανία και στην πλήξη. Γιατί του ξυπνούσε τώρα αυτές τις αναμνήσεις; Είχε περάσει πάρα πολύς καιρός, του είχαν συμβεί πάρα πολλά – και σ’ εκείνη το ίδιο πιθανόν. Άλλωστε, δεν της την είχε δώσει για να τη χρη- σιμοποιήσει. Ηψιθυρόπετρα ήταν απλώς μια ανόητη, ρομαντι- κή, εφηβική χειρονομία. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα πε- ρίμενε απ’ αυτόν να τηρήσει έναν τόσο παράλογο όρκο. Όχι, δεν μπορούσε να πάει, φυσικά. Δεν είχε προλάβει να δει τον Μπρακ καλά καλά, είχε τη δική του ζωή, είχε σημαντικά πράγ- ματα να κάνει. Μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια, η Γκουέν δεν ήταν δυνατόν να περιμένει ότι θα έβαζε πλώρη για τους εξώκοσμους. Χολωμένος, άπλωσε το χέρι και πήρε τον κρύσταλλο στην παλάμη του, τον έσφιξε στη χούφτα του. Αποφάσισε να τον πετάξει από το παράθυρο, στα σκοτεινά νερά του καναλιού, έξω και μακριά απ’ αυτόν, μαζί με όλα όσα σήμαινε. Αλλά μόλις τον έσφιξε στη χούφτα του, ο κρύσταλλος έγινε μια πα- γωμένη κόλαση, και οι αναμνήσεις μαχαίρια. …γιατί σε χρειάζεται, ψιθύρισε τοπετράδι. Γιατί το υποσχέθηκες. Το χέρι του έμεινε ακίνητο. Η χούφτα του παρέμεινε κλει- στή. Η κρύα αίσθηση στην παλάμη του ξεπέρασε τα όρια του πόνου, έγινε μούδιασμα. Εκείνος ο άλλος Ντερκ, ο νεότερος Ντερκ, ο Ντερκ της Γκουέν, της είχε δώσει πράγματι μια υπόσχεση. Το ίδιο κι εκείνη όμως… ναι, το θυμόταν καλά. Πολύ καιρό πριν, στον Άβαλον. Ο γερο-διορατικός, ένας σταφιδιασμένος Εμερέλι με ελάχιστο χάρισμα και χρυσοκόκκινα μαλλιά, είχε κόψει δύο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=