Το φως που σβήνει
13 Ένα Π έρα από το παράθυρο, το νερό έσκαγε με δύναμη στους στύλους του ξύλινου πεζόδρομου κατά μήκος του καναλιού. Ο Ντερκ τ’Λάριεν σήκωσε τα μάτια και είδε μια μαύρη χαμηλή μαούνα ναπλέει αργά στο φεγγαρόφωτο.Μια μοναχικήφιγούρα στεκόταν στην πρύμνη, γέρνοντας πάνω σ’ ένα λεπτό σκουρό- χρωμο κοντάρι. Όλα διαγράφονταν τόσο καθαρά γιατί το φεγ- γάρι του Μπρακ, χοντρό σαν γροθιά και ολόφωτο, είχε ανέβει ψηλά. Από πίσω επικρατούσε κάλμα και το καπνισμένο σκοτάδι ήταν σαν ασάλευτο πέπλο που έκρυβε τα μακρινά άστρα. Νέφος σκόνης και αερίων, σκέφτηκε οΝτερκ. ΤοΠέπλο του Διαβόλου. Η αρχή ήρθε πολύ μετά το τέλος: μια ψιθυρόπετρα. Ήταν τυλιγμένη σε στρώσεις ασημόχαρτου και μαλακού σκούρου βελούδου, όπως ακριβώς της την είχε δώσει πριν χρό- νια. Τη νύχτα αυτή, ξετύλιξε την ψιθυρόπετρα ενώ καθόταν στο παράθυρο του δωματίου του, με θέα στο πλατύ γλιτσια- σμένο κανάλι όπου έμποροι έσπρωχναν νυχθημερόν μαούνες που μετέφεραν φρούτα. Το πετράδι ήταν ακριβώς όπως το θυμόταν ο Ντερκ: βαθύ κόκκινο, με λεπτές μαύρες φλέβες, σε σχήμα που θύμιζε δάκρυ. Θυμόταν τη μέρα που τους το είχε κόψει o διορατικός, πίσω στον Άβαλον.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=