Το φως που σβήνει

ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ Σ ΒΗΝΕ Ι 27 μόνο ένα λεπτό παρμπρίζ που δεν τους προστάτευε καθόλου. Ύστερα σταύρωσε σφιχτά τα μπράτσα μπροστά στο στήθος του και γλίστρησε πιο χαμηλά στο κάθισμά του. «Ο Τζαάν;» ρώτησε με σιγανή φωνή. Ήξερε ότι θα έπαιρνε απάντηση κι έτρεμε τη στιγμή που θα του απαντούσε, απλώς και μόνο από τον τρόπο που είχε προφέρει το όνομά του, μ’ ένα είδος πα- ράξενης απείθειας. «Δεν ξέρει» είπε ο Ρούαρκ. Η Γκουέν αναστέναξε και ο Ντερκ είδε το σώμα της να σφίγγεται. «Λυπάμαι, Ντερκ. Νόμιζα ότι το ήξερες. Έχει πε- ράσει τόσος καιρός. Νόμιζα… σκέφτηκα ότι όλο και κάποιος από τους κοινούς γνωστούς μας στον Άβαλον θα σου μιλούσε, ασφαλώς». «Δεν βλέπω κανέναν τους πια» είπε συγκρατημένα ο Ντερκ. «Απ’ όσους γνωρίζαμε και οι δυο. Καταλαβαίνεις. Ταξιδεύω πολύ. Στον Μπρακ, στον Προμηθέα, στον Κόσμο του Τζέιμι- σον». Αντιλήφθηκε πόσο κούφια και ανόητη ακουγόταν η φω- νή του. Κόμπιασε, ξεροκατάπιε. «Ποιος είναι ο Τζαάν;» «Ο Τζαάντονι-Ριβ-Λύκος-άριστος των Σιδεροτζάντ-Βίκα- ρι» είπε ο Ρούαρκ. «Ο Τζαάν είναι ο…» πήγε να του εξηγήσει η Γκουέν, αλλά κόμπιασε. «Δεν είναι εύκολο να σου δώσω να καταλάβεις. Εί- μαι μπεθέιν του Τζαάν και κρο-μπεθέιν του τέιν του, του Γκαρς». Γύρισε και τον κοίταξε πεταχτά, παίρνοντας για μια στιγμή τα μάτια της από τα όργανα του αεροκίνητου, πριν στρέψει πάλι την προσοχή της στο πιλοτάρισμα. Η έκφραση του Ντερκ έδειχνε ότι τα είχε χαμένα. «Σύζυγος» του είπε τελικά, ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Λυπάμαι, Ντερκ. Ο όρος δεν είναι ακριβής, αλλά είναι ό,τι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=