Το φεγγάρι και οι φωτιές

Τ Ο Φ Ε Γ Γ Α Ρ Ι Κ Α Ι Ο Ι Φ Ω Τ Ι Ε Σ 11 Πάλι καλά που εκείνο το βράδυ, γυρίζοντας την πλάτη στην Γκαμινέλα, είδα μπροστά μου το λόφο του Σάλτο, πίσω από τον Μπέλμπο, με τις κορυφογραμμές, με τα μεγάλα λιβάδια που χάνονταν στις κορφές. Και πιο κάτω, κι αυτή η πλαγιά ήταν γεμάτη αμπέλια γυμνά, που τα χώριζαν γκρεμοί. Oι συστάδες των δέντρων, τα μονοπάτια, τα σκόρπια υποστατικά ήταν όπως τα έβλεπα μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, καθισμένος στο πεζούλι πίσω από την καλύβα ή στην κουπαστή της γέφυρας. Ύστερα, όλα εκείνα τα χρόνια, μέχρι τη στράτευση, όταν ήμουνα υπηρέτης στο υποστατικό της Μόρα, στην εύφορη πεδιά- δα πίσω από τον Μπέλμπο, και μετά, όταν ο Παντρίνο, αφού πούλησε το καλύβι της Γκαμινέλα, τα μάζεψε και πήγε μαζί με τις κόρες στο Κοσάνο, όλα εκείνα τα χρόνια έφτανε να σηκώσω τα μάτια από τα χωράφια, για να δω κάτω από τον ουρανό τ’ αμπέλια του Σάλτο, που ακόμα κι αυτά αραίωναν κατηφορίζοντας προς το Κανέλι, προς την κατεύθυνση της σιδηροδρομικής γραμμής. Το σφύριγμα του τρένου, που νύχτα και μέρα έτρεχε κατά μήκος του Μπέλμπο, με έκανε να σκέφτομαι πράγματα θαυμαστά, σταθμούς και πόλεις. Έτσι, αυτό το χωριό, όπου δεν γεννήθηκα, πίστευα για πολύ καιρό ότι ήταν όλος ο κόσμος. Τώρα που τον κόσμο τον είδα στ’ αλήθεια και ξέρω πως είναι καμωμένος από πολλά μικρά χωριά, δεν ξέρω αν ως παιδί έκανα τόσο λάθος, τελικά. Γυρίζει ο άνθρωπος θάλασσες και στεριές, όπως οι νεαροί στον καιρό μου πήγαιναν στα πανηγύρια των γύρω χωριών και χόρευαν, έπιναν, δέρνονταν, έφερναν στο σπί-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=