Το φεγγάρι και οι φωτιές
C E S A R E P A V E S E 10 κιές είχε εξαφανιστεί, είχε γίνει μια δράκα αραποσίτι. Από το στάβλο μουγκάνισε ένα βόδι και μες στην ψύχρα της βραδιάς ένιωσα τη μυρωδιά της κοπριάς. Όποιος λοι- πόν έμενε τώρα στην καλύβα δεν ήταν πια τόσο κουρελής όσο εμείς. Πάντα περίμενα πως θα ’βλεπα κάτι τέτοιο, ή ακόμα και πως θα ’χε γκρεμιστεί η καλύβα · πολλές φορές είχα φανταστεί τον εαυτό μου στην κουπαστή του γεφυ- ριού, ν’ αναρωτιέμαι πώς είχα μπορέσει να περάσω τόσα χρόνια σ’ εκείνη την τρύπα, σ’ εκείνα τα λίγα μονοπάτια, σαλαγώντας την κατσίκα και ψάχνοντας για τα μήλα που είχαν κυλήσει ίσαμε κάτω στην όχθη, πεισμένος πως ο κόσμος τελείωνε στη στροφή, εκεί που ο δρόμος κρεμόταν πάνω απ’ τον Μπέλμπο, σύρριζα στον γκρεμό. Όμως δεν το περίμενα να μην βρω πια φουντουκιές. Σήμαινε πως είχαν όλα τελειώσει. Η αλλαγή αυτή με αποθάρρυνε, σε σημείο που δεν φώναξα, δεν ζύγωσα στην αυλή. Κατάλα- βα εκείνη τη στιγμή τι σημαίνει να μην έχεις γεννηθεί σ’ έναν τόπο, να μην τον έχεις στο αίμα σου, να μην βρίσκε- σαι ήδη μισοθαμμένος μαζί με τους γέρους, έτσι που να μη σε νοιάζει κι αν αλλάζουν οι σπορές. Φυσικά, είχαν απομείνει συστάδες από φουντουκιές στους λόφους, μπο- ρούσα ακόμη ν’ αναγνωρίσω τα λημέρια · εγώ ο ίδιος, αν ήμουνα ποτέ αφεντικό σ’ εκείνη την πλαγιά, μπορεί και να την είχα κλαδέψει και να είχα σπείρει στάρι, ωστόσο τώρα μου έκανε μια εντύπωση ίδια με τα δωμάτια στην πόλη, που τα νοικιάζεις, ζεις μια μέρα ή και χρόνια, και μετά, όταν μετακομίζεις, μένουν άδεια καύκαλα, διαθέ- σιμα, νεκρά.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=