Το φεγγάρι και οι φωτιές

Τ Ο Φ Ε Γ Γ Α Ρ Ι Κ Α Ι Ο Ι Φ Ω Τ Ι Ε Σ 9 Ήξερα πια πως ήμαστε φουκαράδες, γιατί μόνο οι φου- καράδες μεγαλώνουν τα νόθα του νοσοκομείου. Παλιότε- ρα, όταν έτρεχα για το σχολείο κι άκουγα τους άλλους να με φωνάζουν μπάσταρδο, νόμιζα πως ήταν ένας χαρακτη- ρισμός, όπως δειλός ή αλήτης, και απαντούσα με στιχάκια. Όμως ήμουν κιόλας ολόκληρο παιδί, η κοινότητα δεν μας πλήρωνε πια το σκούδο, κι εγώ ακόμη δεν είχα καλοκατα- λάβει πως το γεγονός ότι δεν ήμουν γιος του Παντρίνο και της Βιρτζίλια σήμαινε πως δεν είχα γεννηθεί στην Γκαμι- νέλα, δεν είχα φυτρώσει κάτω από τις φουντουκιές ούτε είχα βγει από το αυτί της κατσίκας μας, όπως τα κορίτσια. Τη χρονιά που γύρισα πρώτη φορά στο χωριό, ήρθα σχεδόν κρυφά να ξαναδώ τις φουντουκιές. O λόφος της Γκαμινέλα, μια μακριά πλαγιά όπου εναλλάσσονται αδιά- κοπα αμπέλια και γκρεμοί, μια κατηφοριά τόσο απότομη, που αν σηκώσεις το κεφάλι δεν βλέπεις την κορφή –και κάπου στην κορφή υπάρχουν κι άλλα αμπέλια, κι άλλα δάση, κι άλλα μονοπάτια–, ήταν σαν ξεφλουδισμένος απ’ το χειμώνα, έδειχνε τη γύμνια της γης και των κορμών. Τον έβλεπα καθαρά, γιγάντιο, στο στεγνό φως, να χαμη- λώνει σκαλωτά προς το Κανέλι, εκεί όπου τελειώνει η κοι- λάδα η δικιά μας. Από το δρομάκι που ακολουθεί τον πο- ταμό Μπέλμπο έφτασα στο κιγκλίδωμα του μικρού γεφυ- ριού και στον καλαμιώνα. Είδα στο ύψωμα τον τοίχο της καλύβας με τις χοντρές, μαυρισμένες πέτρες, τη στρεβλω- μένη συκιά, το κούφιο παραθυράκι, και συλλογιζόμουν εκείνους τους τρομερούς χειμώνες. Όμως, τριγύρω, τα δέντρα και η γη είχαν αλλάξει · η συστάδα με τις φουντου-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=