Το φεγγάρι και οι φωτιές

C E S A R E P A V E S E 8 Το ότι μεγάλωσα σε τούτο το χωριό το οφείλω –και πρέπει να τους ευχαριστήσω γι’ αυτό– στη Βιρτζίλια και στον Πα- ντρίνο, που δεν υπάρχουν πια. Τους οφείλω ένα ευχαριστώ, έστω κι αν με πήραν και με μεγάλωσαν μόνο και μόνο γιατί το νοσοκομείο της Αλεσάντρια τους έκοβε μηνιάτικο. Πάνω σε τούτους τους λόφους, πριν από σαράντα χρόνια, υπήρχαν κάποιοι κακορίζικοι που, για να δούνε ένα ασημένιο σκού- δο στην τσέπη, φορτώνονταν ένα μπάσταρδο από το νοσο- κομείο, πέρα απ’ τα παιδιά που είχαν ήδη. Άλλος έπαιρνε ένα κοριτσάκι, για να μπορεί μετά να το ’χει δούλα στις προσταγές του. H Βιρτζίλια προτίμησε εμένα, μιας κι από κόρες είχε ήδη δύο. Όταν θα μεγάλωνα λίγο, σχεδίαζαν να βολευτούν σ’ ένα μεγάλο υποστατικό, να δουλεύουνε όλοι και να καλοπερνάνε. O Παντρίνο είχε τότε την καλύβα της Γκαμινέλα –δυο δωμάτια κι ένα στάβλο–, την κατσίκα και την πλαγιά με τις φουντουκιές. Εγώ μεγάλωσα μαζί με τα κορίτσια, κλέβαμε την πολέντα, το χυλό από καλαμποκά- λευρο, και κοιμόμασταν στο ίδιο αχυρόστρωμα. Η Αντζολί- να, η μεγαλύτερη, με περνούσε ένα χρόνο. Πάνω που έγινα δέκα χρονών, το χειμώνα που πέθανε η Βιρτζίλια, έμαθα τυχαία πως δεν ήμουν αδελφός της. Από το χειμώνα εκείνο, η μυαλωμένη Αντζολίνα αναγκάστηκε να πάψει να σεργια- νίζει μαζί μας στην όχθη του ποταμού και στα δάση · φρό- ντιζε το σπίτι, έφτιαχνε ψωμί και αγελαδινό τυρί, πήγαινε εκείνη στην κοινότητα να πάρει το επίδομα για μένα · εγώ καυχιόμουνα στην Τζούλια πως άξιζα πέντε λιρέτες, της έλεγα πως εκείνη δεν άξιζε μία και ρωτούσα τον Παντρίνο γιατί δεν παίρναμε κι άλλα μπάσταρδα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=