Το φάντασμα του βεστιαρίου
Τ Ο Φ Α Ν Τ Α Σ Μ Α Τ Ο Υ Β Ε Σ Τ I Α Ρ Ι Ο Υ 13 Κάτω από τον πλατύ κι έναστρο ουρανό Σκάψτε τον τάφο κι αφήστε με ν’ αναπαυτώ. * Οι ηθοποιοί είμαστε σαν τους ιερείς, ή ίσως σαν τους εργολάβους κηδειών, όπως έχουμε ακούσει να λέγεται, επειδή ζούμε σε στενή εγγύτητα με τον θάνατο. Έχουμε πεθάνει όλοι χίλιες φορές πάνω στη σκηνή και δεν τον παίρνουμε αψήφιστα. Ούτε πολύ στα σοβαρά τον παίρνου με. Αυτό που παίρνουμε στα σοβαρά είναι τον πόνο των πενθούντων, γι’ αυτό είχαμε συρρεύσει μαζικά για τον παλιόφιλο τον Γκράισι, κι όταν η Τζόαν και η Βέρα μπήκαν στο σπίτι του Τζούλιους, ήταν κατάμεστο, υπήρχαν άνθρω ποι σε κάθε δωμάτιο, ως και στον πίσω κήπο, παρά το κρύο και τη μακριά διαδρομή. Όμως η Βέρα είχε επιμείνει. Ήθε λε να γίνει η αγρυπνία για τον μπαμπά της στο σπίτι του συζύγου της, όπως είχε θελήσει να αποτεφρωθεί στο κρε ματόριο Γκόλντερς Γκριν, και ποιος μπορούσε να της το αρνηθεί; Είχε τους λόγους της, και η μητέρα της ήξερε πως δεν είχε νόημα να της φέρνει αντίρρηση όταν η Βέρα το είχε πάρει απόφαση. Ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να γίνει η αγρυπνία στο σπίτι εκείνου . Τη στιγμή ακριβώς που η εξώπορτα έκλεισε πίσω τους, που το μεγάλο κύμα των φωνών τις τύλιξε και έπρεπε να προχωρήσουν και να γίνουν κι εκείνες μέρος όλου αυτού * Από το ποίημα «Ρέκβιεμ» του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, το οποίο είχε ζητήσει να χαραχτεί στον τάφο του μετά τον θάνατό του.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=