Το φάντασμα του βεστιαρίου

Τ Ο Φ Α Ν Τ Α Σ Μ Α Τ Ο Υ Β Ε Σ Τ I Α Ρ Ι Ο Υ 27 τον χειμώνα μερικές φορές αργά το απομεσήμερο, με τη μέρα να σβήνει, ένα αχνό τρεμοφέγγισμα ηλιόφωτος έμοια­ ζε να μαζεύεται γύρω από το ωχρό ξανθό κεφάλι του, δη­ μιουργώντας κάτι σαν άλω, σαν να φορούσε ένα στέμμα από φως. Αλλά ένα ματωμένο στέμμα, σκέφτηκε η Τζόαν καθώς το τελευταίο φως του ήλιου έμπαινε από το παράθυρο της κουζίνας του σπιτιού στο Πίμλικο, με τους τρεις τους να πίνουν μπορντό και να κουβεντιάζουν λες και τίποτα δεν είχε συμβεί, τίποτα δεν είχε αλλάξει και ο Γκράισι βρισκό­ ταν απλώς… αλλού. Αργότερα, τη στιγμή που η Τζόαν έφευγε, η Βέρα τής θύμισε ότι ήθελε να ξαναδεί το έργο. Η Τζόαν ήταν στην καλύτερη περίπτωση απρόθυμη, όμως η Βέρα ήθελε από εκείνη να πάει. Και ό,τι ήθελε η Βέρα σε γενικές γραμμές το κατάφερνε. – Έστερ! Πρόσεχε τι κάνεις, σε παρακαλώ. – Μάλιστα, κυρία Γκράις. Η Τζόαν στεκόταν στην πόρτα του γραφείου της με πρό­ σωπο λευκό σαν κιμωλία και μάτια σαν αναμμένα κάρβου­ να, κόκκινα γύρω γύρω. – Δεν ξέρω πού σας βρίσκουν εσάς τις κοπέλες την σή­ μερον ημέραν. Πού σε βρήκαν, Έστερ; – Δεν ξέρω, κυρία Γκράις. – Δεν ξέρεις και πολλά, παιδί μου, έτσι δεν είναι; Η Έστερ κατακοκκίνισε, η άμοιρη, και κοίταξε τα δά­ χτυλά της καθώς έσπρωχνε φίνο μετάξι κάτω από μια βε­ λόνα που τρεμούλιαζε. Η Τζόαν γύρισε στο γραφείο της

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=