Το φάντασμα του βεστιαρίου
P A T R I C K M c G R A T H 26 μέρες νωρίτερα, και έπινε ένα τσάι με τη Βέρα στην κου ζίνα, όταν μπήκε ο σύζυγός της. – Α, Τζόαν, Τζόαν, είπε, βγάζοντας τα γάντια του κι έπειτα τα γυαλιά του με τον συρμάτινο σκελετό για να τα γυαλίσει. Τι κάνεις, καλή μου; – Τα βγάζω πέρα, απάντησε η Τζόαν. Χωρίς χαμόγελο, φυσικά. Μονάχα στον Γκράισι χαμο γελούσε. Βέβαια, η αιτία ήταν τα δόντια της. Όμως πόσο ήρεμος ήταν, σκέφτηκε, πόσο συγκροτημένος, πόσο αρ χοντικός, που να πάρει ο διάβολος, όπως βολευόταν στο τραπέζι της κουζίνας του, με τα βαριά του βλέφαρα και τα μακριά κιτρινιάρικα χέρια του, σαν να ήταν ένας ευγενής χασάπης, ή ο γιος ενός τέτοιου. Οι χασάπηδες ήταν σημα ντικοί άνθρωποι στο Λονδίνο τότε, με το δελτίο τροφίμων και τα σχετικά. Να ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να σου πουλήσει ένα ωραίο φιλέτο στη ζούλα, πίσω από το μαγαζί, άμα του φερόσουν καλά, σκέφτηκε η Τζόαν. Αντί γι’ αυτό όμως είχε βγάλει ένα καλό κόκκινο κρασί κάτω από τον νεροχύτη και της πρόσφερε ένα ποτήρι. Πού το κονόμησε αυτό; Λαθραία. Στη μαύρη αγορά. Είχε σταυρώσει τα πόδια, αφήνοντας τη μια μπεζ καστόρινη παντόφλα του να κρέ μεται από το ντυμένο με μεταξωτή κάλτσα πόδι του. Το μπατζάκι του είχε σηκωθεί πάνω από την κάλτσα, αποκα λύπτοντας μια άτριχη λευκή γάμπα. Η Βέρα είχε πει κάπο τε στη μητέρα της ότι ο Τζούλιους είχε τρεις ρώγες, της τις είχε δείξει τη βραδιά του πάρτι για το Κουκλόσπιτο . Η Τζόαν είχε προσέξει κάτι άλλο που ήταν παράξενο σ’ αυτόν τον φριχτό άνθρωπο που είχε παντρευτεί η κόρη της. Εκείνον
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=