Το φάντασμα του βεστιαρίου
Τ Ο Φ Α Ν Τ Α Σ Μ Α Τ Ο Υ Β Ε Σ Τ I Α Ρ Ι Ο Υ 25 σος. Και τι ήταν ο παράδεισος; Ένα γρήγορο πήδημα στο αντρικό βεστιάριο. – Πού τα θέλετε αυτά, κυρία; Ένας νεαρός με πουκάμισο και τιράντες στεκόταν στην πόρτα με μια αγκαλιά παντελόνια στα χέρια. Οι μεγαλύτε ρες γυναίκες στο δωμάτιο δεν έδωσαν καμία σημασία, αλλά οι κοπέλες τον κοίταξαν φευγαλέα και αντάλλαξαν ματιές, ενώ ο ίδιος πάλευε να μη χαμογελάσει. – Τα παντελόνια μου είναι; Κρέμασέ τα εκεί πέρα, Τζί μι. Έστερ, ξεχώρισέ τα, καλή μου, κι όταν τελειώσεις, αρχίστε με τη Γιούνις τις πρόβες. Έχουμε τον Μάνγκαν στις δώδεκα και μετά τον Καπετάνιο. Σ’ ευχαριστώ, Τζίμι, μπορείς να πηγαίνεις τώρα. – Ναι, κυρία Γκράις. – Τζίμι. Μπορείς να πηγαίνεις τώρα. Ο Τζίμι έφυγε. Λίγο αργότερα, καθώς οι κοπέλες αρά διαζαν τα παντελόνια που είχαν φέρει από το βεστιάριο, ο νους της Τζόαν ήταν ξανά αλλού. Όμως τούτη τη φορά δεν σκεφτόταν καυτές νύχτες στο Γουάτφορντ με τον Γκράισι, αλλά εκείνη την τελευταία κουβέντα του με τον Τζούλιους, το τι είχε ειπωθεί ανάμεσα στους δυο τους προτού ο άντρας της γκρεμιστεί από τα σκαλιά της πίσω εισόδου στην αυλή. Δεν ήταν γυναίκα που τα πήγαινε καλά με την αοριστία και την ανακρίβεια. Της Τζόαν δεν της αρκούσε ποτέ το αχνό περίγραμμα ενός πράγματος. Είχε σημασία, γιατί η ίδια είχε επιμείνει να πάει εκείνος να μιλήσει μ’ αυτόν τον αναθε ματισμένο. Για την ακρίβεια, είχε περάσει κι εκείνη αποκεί λίγες
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=