Το φάντασμα του βεστιαρίου
Τ Ο Φ Α Ν Τ Α Σ Μ Α Τ Ο Υ Β Ε Σ Τ I Α Ρ Ι Ο Υ 19 κοπέλα όταν άρχιζαν τα νεύρα της να παρατεντώνονται, κάτι που έμοιαζε να συμβαίνει πιο συχνά αυτόν τον καιρό, αυτές τις θλιβερές, ζοφερές ημέρες της παγωνιάς, της νο σταλγίας, της απώλειας… Όχι, το πρόβλημα της Τζόαν ήταν πως δεν τον είχε εκεί να τη συμβουλέψει, και γι’ αυτό ήταν θυμωμένη, και φο βισμένη επίσης. Πότε λοιπόν θα γυρνούσε στο σπίτι; Πότε; Είχε επιστρέψει στο διαμέρισμα αποκαμωμένη, τάισε τη γάτα κι έβαλε ένα ποτό για την ίδια. Μπήκε στην κά μαρά του, όπου είχε φυλαγμένα τα ρούχα του στη μεγάλη ντουλάπα και μερικές φορές κοιμόταν κιόλας –ή μάλλον κοιμόταν συχνά εκεί, αν ήθελε να είναι ειλικρινής–, και στάθηκε στο παράθυρο, χαζεύοντας τον δρόμο κάτω. Φα νοστάτης, κάγκελα, λιθόστρωτο, οι τοίχοι του νεκροταφείου παρακάτω, και χιόνιζε ξανά. Κάθισε για λίγο στο κρεβάτι του. Αποτέλειωσε το ποτό της και αποφάσισε να πιει κι άλλο. Γιατί όχι; Γυρνώντας στην κουζίνα, συνειδητοποίη σε ότι στο πρόσωπό της κυλούσαν δάκρυα. Το μόνο που ήθελε, διάβολε, ήταν ν’ ακούσει τη φωνή του ξανά. Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, αμέσως ένιωσε τα δύο μεγάλα τζιν που είχε πιει προτού πλαγιάσει. Παλιά θα έπι ναν ένα κοκτέιλ, μερικές φορές θα πήγαιναν στην παμπ, ίσως και δυτικά, όποτε είχαν λεφτά. Το να πίνει μόνη φαι νόταν ανέκαθεν αξιολύπητο στην Τζόαν, γιατί βρομούσε απελπισία. Σε ποιον θα μιλήσεις, στον εαυτό σου; Εκείνες τις πρώτες μέρες έμπαινε στον πειρασμό να πίνει ώσπου να ναρκώνεται κάθε βράδυ, αλλά αυτός ήταν ένας δρόμος
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=