Το φάντασμα του βεστιαρίου
Τ Ο Φ Α Ν Τ Α Σ Μ Α Τ Ο Υ Β Ε Σ Τ I Α Ρ Ι Ο Υ 17 χή που δυσκολευόταν να θυμηθεί τις ατάκες του αν δεν τις επαναλάμβανε κάθε πρωί. Έπαιζε στο Θέατρο Ίρβινγκ στο Σεντ Μάρτινς τότε, ερμήνευε τον Μαλβόλιό του, και, ναι, είχε πιει, ήταν θυμωμένος, και –η ίδια το ήξερε με σιγου ριά– αυτό δεν θα ’χε συμβεί ποτέ αν δεν ήταν έξω φρενών με τον Τζούλιους Γκλας, αν και το τι ακριβώς είχε ειπωθεί ανάμεσα στους δύο άντρες δεν είχε τρόπο να το ξέρει, παρά μόνο ότι μάλλον αφορούσε τη Βέρα, και, δεδομένων των όσων γνώριζε για τον Τζούλιους, οποιοσδήποτε θα εξοργιζόταν μαζί του, θα έβγαινε φουριόζος από την πίσω πόρτα –Θεούλη μου, άμοιρη Τζόαν!– και θα γκρεμιζόταν στα σκαλιά… Μία εβδομάδα αργότερα δεν ένιωθε καλύτερα. Για την ακρίβεια, ένιωθε χειρότερα. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά ανάμεσά τους για κάποιο διάστημα –ή μάλλον για χρόνια, αν ήθελε να ’ναι ειλικρινής–, αλλά αυτό δεν άλλα ζε ό,τι αισθανόταν. Είχε προσφέρει την καρδιά της σ’ αυτόν τον άντρα, κι αν εκείνος είχε παρασυρθεί μακριά της, σκε φτόταν, έτσι έκαναν οι άντρες. Δεν έπαυε να γυρνάει σπί τι, σ’ αυτήν, κάθε νύχτα. Και τώρα ήταν πεπεισμένη πως στην πραγματικότητα δεν είχε πεθάνει. Όχι, είχε θαφτεί ζωντανός . Τους είχε αφήσει να τον θάψουν ζωντανό . Για την ακρίβεια, είχε κανονίσει να τον αποτεφρώσουν, αλλά, φυ σικά, δεν σκεφτόταν καθαρά. Πάλι ήταν αργά, πάλι δεν μπορούσε να κοιμηθεί, και είχε πάει στην κουζίνα να πιει λίγο τζιν ακόμα. Ήταν δύο μέρη ενός όλου, πίστευε, αυτή κι ο Γκράισι, αδιαίρετοι. Ή μάλλον όχι, αχώριστοι , ακόμα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=